δημιοπληθής

From LSJ
Revision as of 18:57, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιοπληθής Medium diacritics: δημιοπληθής Low diacritics: δημιοπληθής Capitals: ΔΗΜΙΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: dēmioplēthḗs Transliteration B: dēmioplēthēs Transliteration C: dimioplithis Beta Code: dhmioplhqh/s

English (LSJ)

ές, abounding for public use, κτήνη δ. cattle of which the people have large store, A.Ag. 129 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ές
abundante para el pueblo, que el pueblo posee en abundancia κτήνη A.A.129.

German (Pape)

[Seite 562] ές, was das Volk in Menge hat; κτήνη Aesch. Ag. 128.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
que le peuple possède en abondance.
Étymologie: δῆμος, πλῆθος.

Greek (Liddell-Scott)

δημιοπληθής: -ές, ἄφθονος πρὸς χρῆσιν τοῦ δήμου, κτήνη δ., κτήνη, ὧν ὁ δῆμος ἔχει μέγα πλῆθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 128.

Greek Monolingual

δημιοπληθής, -ές (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται πολύ από τον λαό, που τον έχει ο λαός με αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» + -πληθής < πλήθος].

Greek Monotonic

δημιοπληθής: -ές (πλήθω), πολυπληθής, άφθονος για το λαό· κτήνη δ., βόδια από τα οποία οι άνθρωποι έχουν μεγάλα αποθέματα, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιοπληθής -ές [δῆμος, πλῆθος] in overvloed ter beschikking van het volk.

Russian (Dvoretsky)

δημιοπληθής: имеющийся в изобилии у народа: κτήνη τὰ δημιοπληθέα Aesch. народное имущество.

Middle Liddell

πλήθω
abounding in public, κτήνη δ. cattle of which the people have large store, Aesch.