γράσος

From LSJ
Revision as of 19:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράσος Medium diacritics: γράσος Low diacritics: γράσος Capitals: ΓΡΑΣΟΣ
Transliteration A: grásos Transliteration B: grasos Transliteration C: grasos Beta Code: gra/sos

English (LSJ)

ὁ, prop., smell of a goat: hence, of men, A. or Ar. ap. Phot. s.v. ψό, Eup.242, Arist.Pr.879a23, Plu.2.180c, M.Ant.9.36.

French (Bailly abrégé)

et γράσσος, ου (ὁ) :
mauvaise odeur.
Étymologie: DELG un nom du bouc, de γράω, comme τράγοςτρώγω.

Greek (Liddell-Scott)

γράσος: ὁ, ἡ δυσωδία τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. κινάβρα), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, Πολυδ. Β΄, 77· πρβλ. γράσων·― ἡ δυσωδία κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36.

Greek Monolingual

ο (Α γράσος)
1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα
2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος-τρώγω) με επίθημα -σο-. Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία].

Russian (Dvoretsky)

γράσος: и γρᾶσος, v.l. Plut. γράσσος ὁ козлиный запах Aesch., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: smell of a goat (Ar.).
Derivatives: γράσων id. (M. Ant.; cf. γνάθων beside γνάθος, Leumann Sprache 1 (1949) 207 n. 13), γρασωνία = γράσος (Archig. Med.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably] [probably]
Etymology: γράσος would be a word for he-goat = from γράω gnaw, s. v. On σο- Chantr. Form. 433ff., Schwyzer 516, Solmsen Wortforschung 232f.

Frisk Etymology German

γράσος: {grásos}
Grammar: m.
Meaning: Bocksgeruch (Kom., Arist. usw.).
Derivative: Davon γράσων wie ein Bock riechend (M. Ant. u. a.; vgl. z. B. γνάθων von γνάθος und Leumann Sprache 1, 207 A. 13) mit γρασωνία = γράσος (Archig. Med.).
Etymology: γράσος steht metonymisch für Bock = "Nager, Näscher", von γράω, s. d. Zum σο-Suffix s., außer Chantraine Formation 433ff. und Schwyzer 516, bes. Solmsen Wortforschung 232f.
Page 1,324