Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔμηλος

From LSJ
Revision as of 19:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμηλος Medium diacritics: εὔμηλος Low diacritics: εύμηλος Capitals: ΕΥΜΗΛΟΣ
Transliteration A: eúmēlos Transliteration B: eumēlos Transliteration C: eymilos Beta Code: eu)/mhlos

English (LSJ)

Dor. εὔμᾱλος, ον, rich in sheep, Od.15.406, h.Ap.54, Pi. O.6.100, Simon.103, Theoc.22.157, etc.

German (Pape)

[Seite 1081] mit guten Schaafen, schaafreich, Od. 15, 406 H. Apoll. 54; Ἀρκαδία Pind. Ol. 6, 100; Theocr. 22, 157 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou nombreuses brebis.
Étymologie: εὖ, μῆλον¹.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμηλος: Δωρ. εὔμᾱλος, ον, ἔχων πλῆθος προβάτων, Ὀδ. Ο. 406. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 54, Πίνδ. Ο. 6. 169, Θεόκρ. 22. 157.

English (Autenrieth)

abounding in sheep, Od. 15.406†.

English (Slater)

εὔμηλος, -ον rich in flocks εὐμήλοιο Ἀρκαδίας (O. 6.100)

Greek Monolingual

εὔμηλος, -ον, δωρ. τ. εὔμαλος, -ον (Α)
ο πλούσιος σε πρόβατα («εὔβοτος, εὔμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήλον «πρόβατο»].

I

Όνομα μυθολογικών προσώπων.

1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε στον Άδμητο.

2. Πρώτος βασιλιάς της Πάτρας. Ίδρυσε με τον Τριπτόλεμο την Άνθεια.

3. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης.

II

‘Όνομα ιστορικών προσώπων.1. Κορίνθιος ποιητής (μέσα 8ου αι. π.Χ.). Έργα του είναι: Κορινθιακά, Βουφονίαν, Προσόδιον εις Δήλον και Ευρωπίαν.

2. Σκύθης βασιλιάς του Κιμμερίου Βοσπόρου (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Ευεργέτησε τους Έλληνες του Πόντου.

3. Αθηναίος θεσμοθέτης (223 – 122 π.Χ.).

4. Ζωγράφος (τέλη 2ου αι. μ.Χ.).

Greek Monotonic

εὔμηλος: Δωρ. -μᾱλος, -ον, πλούσιος σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμηλος: изобилующий овцами (νῆσος Hom., HH; Ἀρκαδία Pind., Theocr.).

Middle Liddell

rich in sheep, Od., Pind.