κουρεῖον

From LSJ
Revision as of 21:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεῖον Medium diacritics: κουρεῖον Low diacritics: κουρείον Capitals: ΚΟΥΡΕΙΟΝ
Transliteration A: koureîon Transliteration B: koureion Transliteration C: koureion Beta Code: kourei=on

English (LSJ)

τό, (κουρά) A barber's shop, the lounging-place where news and scandal were picked up, καί τοι λόγος γ' ἦν… πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ar.Pl.338, cf. Av.1441; πόλλ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κ. ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.180, cf. Lys.24.20, D.25.52, AP6.307 (Phan.), Sammelb.6762.2 (iii B. C.); εἰς κουρεῖον = 'to my barber's bill', Lys.32.20 (v.l.); ἐν κουρείοις ἢ μυροπωλίοις Phld.Ir. p.47 W. II κούρειον, proparox. (Hdn.Gr.1.372), victim offered for boys and feasted on by the φράτερες at the feast κουρεῶτις, S.Fr. 126, Is.6.22 (κούριον codd.), IG22.1237.28, Inscr.Prien.362.13 (iv B. C.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boutique de barbier.
Étymologie: κουρεύς.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεῖον: τό, (κουρὰ) ἐργαστήριον κουρέως, ἔνθα συνηντῶντο οἱ φλύαροι καὶ ἐμάνθανον καὶ διέδιδον πᾶν ὅ,τι σκανδαλῶδες νέον, καὶ τοι λόγος γ’ ἦν... πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ἀριστοφ. Πλ. 338, πρβλ. Ὄρν. 1441· πόλλ’ ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 3, πρβλ. Λυσίαν 170. 8· εἰς κ., εἰς λογαριασμὸν τοῦ κουρέως μου, ὁ αὐτ. ἐν 905. 6. ΙΙ. κούρειον, προπαροξ., τὸ πρόβατον ἢ ὁ ἀμνὸς ὃν ἔθυον καὶ ἐν συμποσίῳ ἤσθιον οἱ φράτερες κατὰ τὴν ἑορτὴν ἥτις ἐκαλεῖτο κουρεῶτις, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 132, Ἰσαῖ. 58. 30 (ἔνθα ἡμαρτημένως φέρεται κούριον)· πρβλ. μεῖον ΙΙ.

Greek Monotonic

κουρεῖον: τό (κουρεύς), κουρείο, κατάστημα κουρέα, μπαρμπέρικο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κουρεῖον: τό цирюльня Lys., Dem., Plut.: λόγος ἦν ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Arph. шли толки среди посетителей цирюлен (цирюльни служили местами сборищ праздных горожан).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρεῖον -ου, τό [κουρεύς] kapperszaak (vaak als ontmoetingsplaats).

Middle Liddell

κουρεῖον, ου, τό, κουρεύς
a barber's shop, Ar.