κρεανόμος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ὁ, (νέμω) one who distributes the flesh of victims, E.Cyc.245: as adjective, mangling, τέκνων Lyc.203, cf. 762.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui distribue les chairs d'une victime;
2 qui coupe de la chair en morceaux.
Étymologie: κρέας, νέμω.
Greek (Liddell-Scott)
κρεᾱνόμος: ὁ, (νέμω) ὁ διανέμων τὸ κρέας τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.
Greek Monolingual
κρεανόμος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει το κρέας
2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορανόμος, παιδονόμος.
Greek Monotonic
κρεᾱνόμος: ὁ (νέμω), αυτός που διαμοιράζει τη σάρκα των θυσιών, κόφτης κρέατος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρεᾱνόμος: ὁ разделяющий жертвенное мясо Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder.
Middle Liddell
κρεᾱ-νόμος, ὁ, νέμω
one who distributes the flesh of victims, a carver, Eur.