μελεδωνός

From LSJ
Revision as of 22:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδωνός Medium diacritics: μελεδωνός Low diacritics: μελεδωνός Capitals: ΜΕΛΕΔΩΝΟΣ
Transliteration A: meledōnós Transliteration B: meledōnos Transliteration C: meledonos Beta Code: meledwno/s

English (LSJ)

ὁ and ἡ, attendant, guardian, τῶν οἰκίων μ. house-steward, Hdt.3.61; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Id.2.65; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, ibid., cf. 7.31; μ. τῶν χρημάτων ib.38; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν D.H.1.67; τοῦ τείχους Ael.NA 3.26; μ. λῃστῶν agents of pirates, Philostr.VA3.24; title of public officials in Samos, SIG976.63 (ii B.C.): metaph., of a learned man, πάσης πολύβυβλον ἀφ' ἱστορίης μ. Ath.Mitt.11.428 (Notium).

German (Pape)

[Seite 121] ὁ, u. ἡ, der Besorger, Wächter, Aufseher, τῶν οἰκίων, Her. 3, 61. 63, u. fem., 2, 65; Ael. V. H. 2, 14; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν, D. Hal. 1, 67.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ et ἡ)
qui prend soin de, gardien, gardienne.
Étymologie: μέλει.

Greek (Liddell-Scott)

μελεδωνός: ὁ καὶ ἡ, ὁ φροντίζων περί τινος, ἐπιμελητής, φύλαξ, θεράπων, μ. τῶν οἰκιῶν, οἰκονόμος, Ἡρόδ. 3. 61· ὁ μ. τῶν θηρίων, ὁ φύλαξ τῶν κροκοδείλων, ὁ αὐτ. 2. 65· μ. τῆς τροφῆς, ὁ ἐπιμελητὴς τῆς τροφῆς αὐτῶν, αὐτόθι, πρβλ 7. 31, 38· μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν Διον. Ἁλ. 1. 67· οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.

Greek Monolingual

μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) μελεδών
1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.)
2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος
3. τίτλος δημόσιου αξιώματος στη Σάμο
4. φρ. α) «θηρίων μελεδωνοί» — τιμητικό κληρονομικό επάγγελμα το οποίο ασκούσαν στην Αίγυπτο άνδρες και γυναίκες, που είχαν ως καθήκον τη φύλαξη ή την επιμέλεια τών κροκοδείλων
β) «μελεδωνὸς τροφῆς» — αυτός που προμήθευε τροφή
γ) «μελεδωνοὶ ληστῶν» — πράκτορες ληστών, ληστοτρόφοι
δ) «μελεδωνοὶ τῶν χρημάτων
οι φύλακες ή οι διαχειριστές τών χρημάτων.

Greek Monotonic

μελεδωνός: ὁ και ἡ (μελεδαίνω), αυτός που έχει την επιμέλεια των πάντων, διαχειριστής, οικονόμος, μελεδωνὸς τῶν οἰκιῶν, ο οικονόμος του σπιτιού, σε Ηρόδ.· ὁ μελεδωνὸς τῶν θηρίων, αυτός που φυλάει και φροντίζει τους κροκόδειλους, στον ίδ.· μελεδωνὸς τῆς τροφῆς, αυτός που παρέχει την τροφή τους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μελεδωνός: ὁ и ἡ хранитель(ница), попечитель(ница) (τῶν οἰκιῶν Her.).

Middle Liddell

μελεδωνός, μελεδαίνω
one who takes care of anything, a manager, keeper, μ. τῶν οἰκιῶν a house- steward, Hdt.; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Hdt.; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, Hdt.