παλίουρος

From LSJ
Revision as of 07:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐουρος Medium diacritics: παλίουρος Low diacritics: παλίουρος Capitals: ΠΑΛΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: palíouros Transliteration B: paliouros Transliteration C: paliouros Beta Code: pali/ouros

English (LSJ)

ὁ (Thphr.HP1.3.2, Agatharch.34) or ἡ (AP9.414 (Tull. Gem.)), A Christ's thorn, Paliurus australis, E. Cyc.394, Theopomp. Hist.129, Theoc. 24.89, Dsc.1.92, etc. II great jujube, Zizyphus Spina-Christi, Thphr.HP 4.3.3, Agatharch. l.c., BGU1120.16 (i B. C.), Plin.HN13.111. III = κάδος, ἀντλητήρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, eine Art Dornstrauch, rhamnus paliurus, Theophr. (auch masc.) u. A.; παλιούρου κλάδοι, Eur. Cycl. 393; Theocr. 24, 87; πολυστέλεχος, Zon. 5 (IX, 312).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
paliure arbrisseau.
Étymologie: DELG πάλι-, οὖρον, la plante étant diurétique.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίουρος: ὁ (Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 2, Ἀθήν. 649D), ἢ ἡ (Ἀνθ. Π. 9. 414), εἶδος ἀκανθώδους θάμνου, κοινῶς, «παλιουριὰ» καὶ «παλιοῦρι», Rhamnus paliurus, L., Εὐρ. Κύκλ. 394, Θεοκρ. 24. 87, κτλ.· πρβλ. ῥάμνος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίουρος· κάδος. ἀντλητήρ. καὶ τὸ θαμνῶδες δένδρον».

Greek Monolingual

και πάλιουρας, ο (Α παλίουρος, ὁ, ἡ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη ραμνώδη και του οποίου ένα είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως παλιούρι και χρησιμοποιείται για περιφράξεις
αρχ.
1. το δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλίουρος
κάδος ἀντλητήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + οὖρον (< οὐρῶ), πιθ. λόγω τών διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού].

Greek Monotonic

πᾰλίουρος: ὁ ή ἡ, ακανθώδης θάμνος (παλιούρι), Λατ. Rhamnus paliurus, σε Ευρ., Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίουρος -ου, ὁ, ἡ christusdoorn (een plant).

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίουρος: ὁ и ἡ бот. палиур, крушиновидный терн (предполож. Rhamnus paliurus) Theocr., Eur., Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: plantname, Christ's thorn, Paliurus australis (Thphr., Theocr.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection with οὐρά tail makes no sense; hardly to οὖρον urine (DELG). The word is most probably Pre-Greek, cf. πάγουρος.

Middle Liddell

πᾰλίουρος, ὁ, ἡ,
a thorny shrub, Rhamnus paliurus, Eur., Theocr.