περινέω

From LSJ
Revision as of 08:04, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινέω Medium diacritics: περινέω Low diacritics: περινέω Capitals: ΠΕΡΙΝΕΩ
Transliteration A: perinéō Transliteration B: perineō Transliteration C: perineo Beta Code: perine/w

English (LSJ)

(A), A swim round, Hp. ap. Gal.19.130; π. κύκλῳ τινός Arist. HA621a18.
περινέω (B), Hdt.6.80: aor. part. A περινήσας Id.4.164, also uncontr. inf. -νηῆσαι v.l. in Id.2.107, cf. Q.S.3.678 (Med.):—pile, heap round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.4.164; πολὺ πῦρ Anon. ap. Suid., cf. Plu.2.583a. 2 π. τὴν οἰκίην ὕλῃ pile it round with wood, Hdt.2.107; ὕλῃ τὸ ἄλσος Id.6.80.

German (Pape)

[Seite 583] (s. νέω), umfließen, umschwimmen, Arist. H. A. 9, 37; auch = περινήω, Her.

French (Bailly abrégé)

2amasser tout autour : τι amonceler qch autour ; τὴν οἰκίην ὕλῃ HDT entourer la maison d'un amas de bois.
Étymologie: περί, νέω⁴.

Greek (Liddell-Scott)

περινέω: -νεύσομαι, νέω, κολυμβῶ πέριξ, «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10.

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «κολυμπώ»].
(II)
Α
συσσωρεύω υλικά, συνήθως ξύλα, γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

περινέω: μέλ. -νήσω, αόρ. αʹ απαρ. -νῆσαι, εκτεταμ. -νηῆσαι·
1. συσσωρεύω ολόγυρα, ὕλην (ενν. περὶ τὸν πύργον), σε Ηρόδ.
2. περινέω τὴν οἰκίην ὕλῃ, συσσωρεύω ξύλα γύρω απ' αυτή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περινέω:
I νέω II] плавать вокруг (π. κύκλῳ Arst.).
II и περινηέω νέω IV]
1) нагромождать, наваливать (ὕλην Her.);
2) обкладывать (τὴν οἰκίαν ὕλῃ Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-νέω aan alle kanten opstapelen; omgeven met, met dat.

Middle Liddell

fut. -νήσω aor1 inf. -νῆσαι lengthd. -νηῆσαι
1. to pile round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.
2. π. τὴν οἰκίην ὕλῃ to pile it round with wood, Hdt.