συγκαταδουλόω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
join in enslaving, τινί τινας ib.46. cf. Aristid. 1.411 J.:—Med., Th.3.64, Hyp.Fr.272.
German (Pape)
[Seite 964] mit zum Sclaven machen, med. sich unterwerfen, Thuc. 3, 64. 8, 46.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
asservir ou subjuguer ensemble;
Moy. συγκαταδουλόομαι, συγκαταδουλοῦμαι m. sign.
Étymologie: σύν, καταδουλόω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδουλόω: ὑποδουλώνω μετά τινος, βοηθῶ εἰς ὑποδούλωσιν, τινά τινι Θουκ. 8. 46· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 3. 64, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81.
Greek Monotonic
συγκαταδουλόω: μέλ. -ώσω, βοηθώ στην υποδούλωση, σκλαβώνω μαζί με κάποιον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταδουλόω helpen tot slaaf te maken (van), helpen te onderwerpen (aan), met acc. (en dat. ); ook med.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταδουλόω: тж. med. вместе порабощать: σ. τινά τινι Thuc. порабощать кого-л. наряду с кем-л.
Middle Liddell
fut. ώσω
to join in enslaving, τινά τινι Thuc.; so in Mid., Thuc.