συγκαταδουλόω

From LSJ
Revision as of 09:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταδουλόω Medium diacritics: συγκαταδουλόω Low diacritics: συγκαταδουλόω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΔΟΥΛΟΩ
Transliteration A: synkatadoulóō Transliteration B: synkatadouloō Transliteration C: sygkatadouloo Beta Code: sugkatadoulo/w

English (LSJ)

join in enslaving, τινί τινας ib.46. cf. Aristid. 1.411 J.:—Med., Th.3.64, Hyp.Fr.272.

German (Pape)

[Seite 964] mit zum Sclaven machen, med. sich unterwerfen, Thuc. 3, 64. 8, 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
asservir ou subjuguer ensemble;
Moy. συγκαταδουλόομαι, συγκαταδουλοῦμαι m. sign.
Étymologie: σύν, καταδουλόω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδουλόω: ὑποδουλώνω μετά τινος, βοηθῶ εἰς ὑποδούλωσιν, τινά τινι Θουκ. 8. 46· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 3. 64, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81.

Greek Monotonic

συγκαταδουλόω: μέλ. -ώσω, βοηθώ στην υποδούλωση, σκλαβώνω μαζί με κάποιον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταδουλόω helpen tot slaaf te maken (van), helpen te onderwerpen (aan), met acc. (en dat. ); ook med.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταδουλόω: тж. med. вместе порабощать: σ. τινά τινι Thuc. порабощать кого-л. наряду с кем-л.

Middle Liddell

fut. ώσω
to join in enslaving, τινά τινι Thuc.; so in Mid., Thuc.