συγκουφίζω

From LSJ
Revision as of 09:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκουφίζω Medium diacritics: συγκουφίζω Low diacritics: συγκουφίζω Capitals: ΣΥΓΚΟΥΦΙΖΩ
Transliteration A: synkouphízō Transliteration B: synkouphizō Transliteration C: sygkoufizo Beta Code: sugkoufi/zw

English (LSJ)

help to lift or lighten, τὸ βάρος S.E.P.3.15; help to keep above water, τινα Luc.Tox.20, cf. DDeor.20.6.

German (Pape)

[Seite 969] mit erleichtern; Luc. D. D. 20, 6 Tox. 20, S. Em. pyrrh. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

contribuer à alléger, à soulager.
Étymologie: σύν, κουφίζω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκουφίζω: ὁμοῦ σηκώνω ἢ ἐλαφρύνω, τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα ὥστε νὰ μένῃ ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].

Greek Monotonic

συγκουφίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, σηκώνω από κοινού ώστε να ελαφρύνει το βάρος, βοηθώ στο να κρατηθεί κάποιος πάνω από την επιφάνεια του νερού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκουφίζω:
1) делать легче, облегчать (βάρος τι Sext.);
2) поддерживать (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee).

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to help to lighten, help to keep above water, Luc.