ἐλεαίρω
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
Ep. impf. ἐλεαίρεσκον Il.24.23: aor. 1 ἐλέηρα A.R.4.1308, Sammelb.2134:—lengthd. form of ἐλεέω, take pity on, τινά Il.6.407, Od.10.399, etc.—Ep. word, used by Ar.Eq.793 (anap.), Luc.Trag. 305.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. 3. plu. ἐλεαίρεσκον Il.24.23; aor. ind. 3a plu. ἐλέηραν A.R.4.1308, IMEG 76.2.6 (imper.)]
compadecer, apiadarse de c. ac. παῖδα Il.6.407, τὸν δ' ἐλεαίρεσκον Il.24.23, cf. 21.147, Od.19.210, h.Ven.189, h.Cer.76, τοῦτον ὁρῶν οἰκοῦντ' ἐν ταῖς πιθάκναισιν Ar.Eq.793, σφέας ... μινύθοντας A.R.4.1308, σε μάλ' ἐκπάγλως ὀλοφύρομαι ἠδ' ἐλεαίρω Mosch.4.72, εἰ μ' ἐλεαίρεις Triph.265, ὅλην Παφίην Dioscorus 14.35, τὰν σὰν κούραν Synes.Hymn.1.570, cf. 586, 2.240, ἐπιχθονίους Orph.L.196, cf. IMEG l.c., c. ac. y part. pred. Τρῶας ἀπολλυμένους Il.7.27, c. inf. οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός, μισγέμεναι κακότητι no tienes (Zeus) piedad de sumir a los hombres en la desgracia, tras haberlos engendrado, Od.20.202
•abs. sentir piedad θεὰ δ' ἐλέαιρε καὶ αὐτή Od.10.399, ἐλεαίρει καὶ πέτρη en un epitafio CIRB 127.7 (Panticapeo I a.C.?), cf. Luc.Trag.305, AP 5.229 (Maced.).
German (Pape)
[Seite 793] poet. = ἐλεέω, bemitleiden, Mitleid haben, τινά, mit Einem, Il. 6, 407 u. öfter; sp. Ep., ἐλέηρα Ap. Rh. 4, 1308. Auch Ar. Equ. 793 u. Luc. Tragodop. 304.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. ἐλέαιρον;
avoir pitié de, acc..
Étymologie: ἔλεος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεαίρω: ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἐλεέω, οἰκτείρω, λυποῦμαι, τινὰ Ἰλ. Ζ. 407, Ὀδ. Κ. 399, κτλ.: ― Ἐπ. λέξ. ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 793, Λουκ. ἐν Τραγῳδοποδ. 305.
English (Autenrieth)
(ἔλεος), ipf. ἐλέαιρεν, iter. ἐλεαίρεσκον: pity, feel compassion; οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας.. μισγέμεναι κακότητι, ‘thou dost unpityingly involve men in trouble,’ Od. 20.202.
Greek Monolingual
ἐλεαίρω (Α)
αισθάνομαι οίκτο ή συμπάθεια για κάποιον.
Greek Monotonic
ἐλεαίρω: = ἐλεέω, λυπούμαι, τινά, σε Όμηρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεαίρω: (эп. impf. ἐλέαιρον - iter. ἐλεαίρεσκον) Hom., Arph., Luc. = ἐλεέω.