ἐπελπίζω
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
A buoy up with hope, αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Th.8.1, cf. Anon. ap. Suid. s.v. Πυθαγόρας, Longin.44.2, Luc. DMort.5.2. II intr., ἐ. τινί pin one's hopes upon, hope in, Hld.7.26; ἐπί τινι D.C.41.11: abs., Luc.Tim.21; but also, 2 merely, = ἐλπίζω, E.Hipp.1011, Ph.1.74, al.; hope besides, Th.8.54 (v.l. ἐλπίζων).
German (Pape)
[Seite 914] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπήλπισα;
1 tr. faire espérer, ranimer par des espérances, particul. par des espérances trompeuses;
2 intr. placer son espoir sur ou en, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἐλπίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπελπίζω: διαβουκολῶ τινα διὰ ψευδῶν ἐλπίδων, κάμνω αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ ὅτι, καὶ ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Σικελίαν Θουκ. 8. 1· αὐτοὺς ἐπελπίζων ταῖς ὑποσχέσεσι Σουΐδ. ἐν λ. Πυθαγόρας Ἐφέσιος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 5. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐλπίζειν ἐπί τινι, στηρίζειν ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας, εἰ καὶ μάλιστα ἰσχὺν τέ τινα εἶχε καὶ ἐπ’ αὐτῇ ἐπήλπιζε Δίων Κ. 41. 11, Ἡλιόδ. 7. 26· ἀπολ., Λουκ. Τίμων 21: ἀλλ’ ὡσαύτως, 2) ἁπλῶς = ἐλπίζω, Εὐρ. Ἱππ. 1011, Θουκ. 8. 54 (διάφ. γραφ. ἐλπίζων).
Greek Monolingual
ἐπελπίζω (Α)
1. κάνω κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» — με τους χρησμούς τους τους έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη Σικελία, Θουκ.)
2. στηρίζω κάπου τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι»)
3. ελπίζω.
Greek Monotonic
ἐπελπίζω: μέλ. -σω,
I. κάνω κάποιον να ελπίσει, τον παρηγορώ με ψεύτικες ελπίδες, σε Θουκ.
II. αμτβ. = ἐλπίζω, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπελπίζω:
1) обнадеживать, окрылять надеждой (τινά Thuc., Luc.);
2) надеяться Eur., Luc.
Middle Liddell
fut. σω
I. to buoy up with hope, to cheat with false hopes, Thuc.
II. intr. = ἐλπίζω, Eur.