ἐπικτείνω

From LSJ
Revision as of 15:23, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικτείνω Medium diacritics: ἐπικτείνω Low diacritics: επικτείνω Capitals: ΕΠΙΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: epikteínō Transliteration B: epikteinō Transliteration C: epikteino Beta Code: e)piktei/nw

English (LSJ)

kill besides or again, τὸν θανόντ' ἐ. slay the slain anew, S.Ant.1030; f.l. for ἔτι κτ-, Plu.Caes.46.

German (Pape)

[Seite 954] (s. κτείνω), noch dazu, zum zweiten Male tödten, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ' ἐπικτανεῖν Soph. Ant. 1017; τοὺς κειμένους νεκροὺς ἤδη καὶ τοὺς ἐπικτεινομένους Plut. Caes. 46, u. die noch dazu getödtet werden.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπικτενῶ;
1 tuer sur ou par-dessus;
2 tuer encore.
Étymologie: ἐπί, κτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικτείνω: ἀποκτείνω πάλιν, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν, κτανεῖν ἐκ νέου, Σοφ. Ἀντ. 1030, πρβλ. Πλουτ. Κάσ. 46.

Greek Monolingual

ἐπικτείνω (Α)
σκοτώνω ξανά («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν;» — τί παλληκαριά είναι να σκοτώσεις ξανά τον νεκρό; Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπικτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον ή ξανά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικτείνω:
1) (сверх того) убивать: οἵ τε κείμενοι νεκροὶ ἤδη καὶ οἱ ἐπικτεινόμενοι Plut. как уже убитые, так и умирающие;
2) еще раз (вторично) убивать: τίς ἀλκὴ τὸν θανόντα ἐ.; Soph. что за геройство убивать убитого?

Middle Liddell

fut. -κτενῶ
to kill besides or again, Soph.