ἐποικέω

From LSJ
Revision as of 15:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποικέω Medium diacritics: ἐποικέω Low diacritics: εποικέω Capitals: ΕΠΟΙΚΕΩ
Transliteration A: epoikéō Transliteration B: epoikeō Transliteration C: epoikeo Beta Code: e)poike/w

English (LSJ)

A go as settler or colonist to a place, settle in a place, c. acc., Κυκλάδας E.Ion1583; Βοιωτίαν Str.9.2.25; also ἐν τῇ Ἀσίᾳ X.Cyr. 6.2.10: abs., Pl.Lg.752e. II to be settled near or with hostile views against, ὑμῖν Th.6.86:—Pass., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Decelea was occupied as the seat of offensive operations against their country, Id.7.27.

German (Pape)

[Seite 1006] noch dazu bewohnen, d. h. als Ansiedler, Kolonist sich an einem Orte, der schon bewohnt ist, niederlassen, Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις Eur. Ion 1583; absol., Plat. Legg. VI, 752 e; auch τοὺς Ἅλληνας τοὺς ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐποικοῦντας, die da als Ansiedler wohnen, Xen. Cyr. 6, 2, 10 u. A. – Bei Thuc. 7, 27 heißt es von Dekelea: φρου ραῖς ὑπὸ τῶν πόλεων κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἐπιουσῶν τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο, es wurde besetzt gehalten von den Bundesgenossen der Lacedämonier, die also auf fremdem Gebiete sich niederließen; vgl. 6, 86 ἐποικοῦντες ὑμῖν, Schol. ἐφεδρεύοντες.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s'établir comme colon;
2 occuper un lieu pour en faire une base d'opérations contre le pays d’alentour.
Étymologie: ἐπί, οἰκέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικέω: ὑπάγω ὡς ἔποικος εἴς τινα τόπον, μετ᾿ αἰτ., Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις Εὐρ. Ἴων 1583· Βοιωτίαν Στράβ. 410· ὡσαύτως, ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ξεν. Κυρ. 6. 2, 10· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 752Ε. ΙΙ. ἐγκαθίσταμαι πλησίον ἢ ἔχων ἐχθρικοὺς σκοποὺς ἐναντίον τινός, ὑμῖν Θουκ. 6. 86· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο, ἡ Δεκέλεια κατῳκεῖτο ὑπὸ τῶν πολεμίων ὡς ὁρμητήριον ἐπιδρομῶν κατὰ τῆς χώρας (δηλ. τῆς Ἀττικῆς), Θουκ. 7. 27.

Greek Monotonic

ἐποικέω: μέλ. -ήσω (ἔποικος
I. πηγαίνω ως μετανάστης ή ως έποικος σε ένα μέρος, εγκαθίσταμαι σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Ευρ.· ἐν τόπῳ, σε Ξεν.
II. εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις εναντίον, ὑμῖν, σε Θουκ. — Παθ., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η Δεκέλεια έχει καταληφθεί ως βάση επιχειρήσεων εναντίον της χώρας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποικέω:
1) селиться, населять, жить (ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.);
2) колонизовать, заселять (Κυκλάδας Eur.);
3) воен. занимать (в качестве операционной базы): ἡ Δεκέλεια φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян).

Middle Liddell

fut. ήσω ἔποικος
I. to go as settler or colonist to a place, to settle in a place, c. acc., Eur.; ἐν τόπῳ Xen.
II. to be settled with hostile views against, ὑμῖν Thuc.: Pass., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται Deceleia is occupied as a base of operations against the country, Thuc.