ὁμαιχμία
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, union for battle, defensive alliance, league, Th.1.18, App.Gall.15; ὁ. συνθέσθαι τινί form a league with one, Hdt. 8.140.α'; πρός τινα against one, Id.7.145 : pl., Anon. ap. Suid. s.v. δυσμικῶν.
German (Pape)
[Seite 329] ἡ, Speer-, d. i. Kampfgemeinschaft, Kriegsbündniß; ὁμαιχμίην συνθησομένους πρὸς τὸν Πέρσην, Her. 7, 145; 8, 140, 1; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; Sp., wie App. Gall. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
alliance militaire, confédération.
Étymologie: ὅμαιχμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμαιχμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἕνωσις πρὸς μάχην, ἀμυντικὴ συμμαχία, Θουκ. 1. 18· ὁμ. συντίθεμαί τινι, συνάπτω συμμαχίαν μετά τινος, Ἡρόδ. 8. 140, 1· πρός τινα, κατά τινος, ὁ αὐτ. 7. 145· ἐν τῷ πληθ., Ἀνώνυμ. παρὰ τῷ Σουΐδα ἐν λέξ. δυσμικῶν.
Greek Monolingual
ὁμαιχμία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. ὁμαιχμία) όμαιχμος
αμυντική συμμαχία
αρχ.
φρ. α) «συντίθεμαί τινι ὁμαιχμίαν» — συνάπτω συμμαχία με κάποιον
β) «συντίθεμαι ὁμαιχμίαν πρός τινα» — συνάπτω συμμαχία εναντίον κάποιου.
ὁμαίχμια, τὰ (Α) όμαιχμος
ομαιχμία.
Greek Monotonic
ὁμαιχμία: Ιων. -ίη, ἡ, συνένωση για μάχη, αμυντική συμμαχία, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμαιχμία: ион. ὁμαιχμίη ἡ военный союз (ὁμαιχμίην συντίθεσθαί τινι πρός τινα Her.; ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁ. Thuc.).
Middle Liddell
ὁμαιχμία, ἡ,
union for battle, a defensive alliance, league, Hdt., Thuc. [from ὅμαιχμος