ζηλωτικός

From LSJ
Revision as of 20:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλωτικός Medium diacritics: ζηλωτικός Low diacritics: ζηλωτικός Capitals: ΖΗΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zēlōtikós Transliteration B: zēlōtikos Transliteration C: zilotikos Beta Code: zhlwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, emulous, Arist.Rh.1388a36, Ptol.Tetr.167; περί τι Arist.Rh.1388b9; λόγος Ph.1.135.

German (Pape)

[Seite 1139] eifrig, nacheifernd, τινός, Arist. rhet. 2, 11; Phil. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d'ardeur, de zèle, d'émulation.
Étymologie: ζηλωτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλωτικός -η -ον [ζηλωτής] wedijver voelend, ambitieus.

Russian (Dvoretsky)

ζηλωτικός: ревностный, полный рвения, страстно стремящийся (περί τι Arst.).

Greek Monolingual

ζηλωτικός, -ή, -όν (AM) ζηλωτής
μσν.
αξιοζήλευτος
αρχ.
1. ο γεμάτος ζήλο, ο ζηλωτής
2. ζηλότυπος, ζηλόφθονος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζηλωτικόν
ο ζήλος.

Greek Monotonic

ζηλωτικός: -ή, -όν, αυτός που είναι γεμάτος ζήλο ή ενθουσιασμό για κάτι, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτικός: -ή, -όν, πλήρης ζήλου, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1· περί τι αὐτόθι 3.

Middle Liddell

ζηλωτικός, ή, όν
emulous, Arist. [from ζηλωτός