προσαποπέμπω
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
send away or off besides, Ar. Pl.999.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu ab- od. wegschicken, Ar. Plut. 599, nach dem cod. Rav.
French (Bailly abrégé)
renvoyer en outre ou vers, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ἀποπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποπέμπω ook nog wegsturen.
Russian (Dvoretsky)
προσαποπέμπω: сверх того отсылать (τι Arph.).
Greek Monolingual
Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσαποπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά ή διώχνω επιπλέον, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποπέμπω: ἀποστέλλω προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 999.