διαμαστροπεύω

From LSJ
Revision as of 23:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμαστροπεύω Medium diacritics: διαμαστροπεύω Low diacritics: διαμαστροπεύω Capitals: ΔΙΑΜΑΣΤΡΟΠΕΥΩ
Transliteration A: diamastropeúō Transliteration B: diamastropeuō Transliteration C: diamastropeyo Beta Code: diamastropeu/w

English (LSJ)

pander: metaph. in Pass., -ομένης τῆς ἡγεμονίας γάμοις bargained away by a marriage, Plu.Caes.14.

Spanish (DGE)

prostituir fig., en v. pas. γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας prostituido el supremo poder con bodas Plu.Caes.14, cf. App.BC 2.14.

German (Pape)

[Seite 589] verkuppeln; ἡγεμονία γάμοις -ομένη Plut. Caes. 14, der Oberbefehl wird durch eine Heirath vergeben.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: διά, μαστροπεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μαστροπεύω koppelen; overdr.: γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας nu de leiding van de staat door huwelijken versjacherd wordt Plut. Caes. 14.8.

Russian (Dvoretsky)

διαμαστροπεύω: сводничать: γάμοις διαμαστροπευομένη ἡγεμονία Plut. ирон. власть, полученная путем брака.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαστροπεύω: μεσιτεύω πρὸς ἀτιμίαν, προαγωγεύω, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ κράτος ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.

Greek Monotonic

διαμαστροπεύω: μέλ. -σω, προάγω σε ατιμία, προωθώ, εκπορνεύω, διαφθείρω· δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, ξεπουλώ το κράτος με ένα γάμο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
to pander, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις to bargain away the empire by a marriage, Plut.