περίμεστος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, full all round, quite full of, τινος X.Smp.2.11, Plu. Caes.5.
German (Pape)
[Seite 583] rings um, sehr voll; Xen. Conv. 2, 11; τινός, Plut. Caes. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entièrement plein de, gén..
Étymologie: περί, μεστός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-μεστος -ον helemaal vol.
Russian (Dvoretsky)
περίμεστος: кругом переполненный, заполненный: κύκλος π. ξυφῶν ὀρθῶν Xen. круг, сплошь усаженный торчащими вверх мечами; ἀνὴρ π. ἤθους Plut. человек высокой нравственности.
Greek (Liddell-Scott)
περίμεστος: -ον, μεστὸς πανταχόθεν, κατάμεστος, ἐντελῶς πλήρης, τινὸς Ξεν. Συμπ. 2. 11.
Greek Monolingual
-ον, Α
γεμάτος από παντού, κατάμεστος («κύκλος περίμεστος ξιφῶν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μεστός «πλήρης»].
Greek Monotonic
περίμεστος: -ον, γεμάτος από παντού, αρκετά γεμάτος, τινός, σε Ξεν.