Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίμεστος

From LSJ
Revision as of 23:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίμεστος Medium diacritics: περίμεστος Low diacritics: περίμεστος Capitals: ΠΕΡΙΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: perímestos Transliteration B: perimestos Transliteration C: perimestos Beta Code: peri/mestos

English (LSJ)

ον, full all round, quite full of, τινος X.Smp.2.11, Plu. Caes.5.

German (Pape)

[Seite 583] rings um, sehr voll; Xen. Conv. 2, 11; τινός, Plut. Caes. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entièrement plein de, gén..
Étymologie: περί, μεστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-μεστος -ον helemaal vol.

Russian (Dvoretsky)

περίμεστος: кругом переполненный, заполненный: κύκλος π. ξυφῶν ὀρθῶν Xen. круг, сплошь усаженный торчащими вверх мечами; ἀνὴρ π. ἤθους Plut. человек высокой нравственности.

Greek (Liddell-Scott)

περίμεστος: -ον, μεστὸς πανταχόθεν, κατάμεστος, ἐντελῶς πλήρης, τινὸς Ξεν. Συμπ. 2. 11.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος από παντού, κατάμεστοςκύκλος περίμεστος ξιφῶν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μεστός «πλήρης»].

Greek Monotonic

περίμεστος: -ον, γεμάτος από παντού, αρκετά γεμάτος, τινός, σε Ξεν.

Middle Liddell

περί-μεστος, ον,
full all round, quite full of, τινός Xen.