διασπαράσσω

From LSJ
Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπᾰράσσω Medium diacritics: διασπαράσσω Low diacritics: διασπαράσσω Capitals: ΔΙΑΣΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: diasparássō Transliteration B: diasparassō Transliteration C: diasparasso Beta Code: diaspara/ssw

English (LSJ)

Att. διασπαράττω, A rend in pieces, A.Pers.195:—Pass., Eub. 15.3. 2 metaph., δ. τινὰ τῷ λόγῳ Luc.Icar.21. II dilate forcibly, Sor.2.59.

Spanish (DGE)

(διασπᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [pas. aor. ind. διεσπαράσθη anón. mit. en PMich.Renner 1.2.5, part. διασπαραγείς Basil.Hex.8.3 (p.444)]
1 c. ac. de cosa romper, destrozar χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει con las manos rompe los arneses del carro A.Pers.195
desgarrar, rasgar ἔχιδνα ... τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει E.Fr.383.5, (τὸν χιτωνίσκον) I.AI 2.35, en v. pas. χλαμύδος ἥμισυ διεσπαραγμένης παλαιᾶς Com.Adesp.1084.25
en v. med.-pas. desgarrarse, romperse χοιράδι πέτρᾳ ... ἐνσχεθὲν διεσπάρακται se enganchó en un escollo y se ha roto (la red), Hld.5.18.4.
2 medic. dilatar a la fuerza τὴν μήτραν Sor.136.11.
3 c. ac. de pers. o anim. despedazar, descuartizar c. resultado de muerte:
a) c. suj. de anim. ἐπηνέχθησαν αὐτῇ καὶ ... πᾶσαν διεσπάραξαν (αἱ κύνες) Parth.10.3, la hembra del cocodrilo a sus crías, Plu.2.982d, οἱ δὲ λύκοι ... αὐτούς (τοὺς κύνας) Vit.Aesop.G 97, οἱ λύκοι τὰ ἀρνία 2Ep.Clem.5.3, ὁ κύων ... τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν Aesop.268, οὐ μόνον τὰς σάρκας διασπαράττει ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ ἐνίοτε κατάγνυσιν Aët.13.3, en v. pas. τοῖσδε ... διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη Eub.14.3, διασπαραγὲν (τὸ θήραμα) τροφὴν τῷ ἑλόντι γενέσθαι Basil.l.c., Ἀκταίων ... ὑπὸ τῶν ἑ[α] υτ[οῦ] κυνῶν anón.mit.l.c., ὑφ' ὧν (λεόντων) διασπαραχθεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν Plu.Fluu.25.4, Διόνυσος Iust.Phil.1Apol.21.2, s. cont., A.Fr.451s.10.1, E. (?) en POxy.2078.1.18;
b) c. suj. de pers. τὸν καθηγητὴν ... διασπαράττειν πρώην τῶν στρατιωτῶν ὡρμημένων Them.Or.7.99d, ἀλλήλους διασπαράξαι βουλόμενοι T.Sal.D.4.1, en v. pas. ὑπὸ τῶν Γαλατῶν Memn.8.8, ψυχρὸν διεσπάρασσε πτῶμα ὄνυξι γύψ SHell.996.7
fig. διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες Luc.Icar.21, διὰ συκοφαντίας τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.1.467
abs. desgarrar el corazón Luc.Tyr.20.

German (Pape)

[Seite 603] zerreißen, zerfleischen; χεροῖν ἔντη δίφρου Aesch. Pers. 193; διεσπάρακται μέλη Eubul. Ath. XIV, 622 e; – Sp.; – übertr., Luc. Icarom. 21, λόγῳ τινά.

French (Bailly abrégé)

f. διασπαράξω, etc.
mettre en pièces, déchirer ; fig. déchirer en paroles.
Étymologie: διά, σπαράσσω.

Russian (Dvoretsky)

διασπᾰράσσω: атт. διασπᾰράττω
1) разрывать на части (χεροῖν τι Aesch.; ὑπὸ λεόντων διασπαραχθείς Plut.);
2) перен. растерзывать, мучить (τινὰ τῷ λόγῳ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διασπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, σχίζω εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· ἐν τῷ παθ., Εὔβουλ. Αὐγ. 1· ‒ δ. τινὰ τῷ λόγῳ Λουκ. Ἰκαρομ. 21.

Greek Monolingual

και διασπαράττω (AM διασπαράσσω και διασπαράττω)
κατατεμαχίζω, κατακρεουργώ.

Greek Monotonic

διασπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, σχίζω σε τεμάχια ή κομματιάζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ, πετσοκόβω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to rend in sunder or in pieces, Aesch.