δυσπολέμητος

From LSJ
Revision as of 13:01, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπολέμητος Medium diacritics: δυσπολέμητος Low diacritics: δυσπολέμητος Capitals: ΔΥΣΠΟΛΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspolémētos Transliteration B: dyspolemētos Transliteration C: dyspolemitos Beta Code: duspole/mhtos

English (LSJ)

ον, hard to war with, A.Supp.648 (lyr., s.v.l.), Isoc.4.138; εἰ δέ τις… δ. οἴεται τὸν φίλιππον εἶναι D.4.4; δ. ὅπλον, offriendship, Luc.Tox.36.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. o ref. pers. difícil de combatir, duro adversario Isoc.4.138, ὁ Φίλιππος D.4.4, 11.15, τῶν ἀντιπάλων ἰσχύς D.H.3.23, cf. D.C.38.45.1, 45.36.4, Poll.1.157, Lib.Or.63.20
fig. difícil de vencer, invencible ὅπλον de la amistad, Luc.Tox.36.
2 de un territorio o país difícil de conquistar, difícil para la lucha de Arabia, D.S.2.1.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu bekriegen; Aesch. Suppl. 637 u. Folgde; Isocr. 4, 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l'on ne peut guerroyer, invincible.
Étymologie: δυσ-, πολεμέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπολέμητος: с которым трудно воевать, непобедимый (πράκτωρ Aesch. - v.l. δυσπόλεμος; βασιλεύς Isocr., Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολέμητος: -ον, δυσκολοπολέμητον ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 649. Ἰσοκρ. 69Α· εἰ δέ τις… δυσπολέμητον οἴεται τὸν Φίλιππον εἶναι Δημ. 41. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπολέμητος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταπολεμάται.

Greek Monotonic

δυσπολέμητος: -ον (πολεμέω), αυτός που δύσκολα πολεμιέται, σε Δημ.

Middle Liddell

δυσ-πολέμητος, ον πολεμέω
hard to war with, Dem.