κλωπικός

From LSJ
Revision as of 13:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωπικός Medium diacritics: κλωπικός Low diacritics: κλωπικός Capitals: ΚΛΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: klōpikós Transliteration B: klōpikos Transliteration C: klopikos Beta Code: klwpiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A thievish, τὸ κ. v.l. for κλοπ- in Pl.Cra.408a. 2 stealthy, clandestine, βήματα, ἕδραι, E.Rh. 205, 512.

German (Pape)

[Seite 1458] diebisch, verstohlen, βήματα, ἕδραι, Eur. Rhes. 205. 512. Vgl. κλοπικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.
Étymologie: κλώψ.

Russian (Dvoretsky)

κλωπικός: досл. воровской, вороватый, перен. тайный (βῆμα, ἕδρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κλωπικός: -ή, -όν, κλεπτικός, τὸ κλωπικόν, τὸ κλεπτικόν, ἡ πρὸς κλοπὴν διάθεσις, Πλάτ. Κρατ. 408Λ. (κοινῶς: κλοπικόν, ἴδε κλωπεία). 2) κρύφιος, λαθραῖος, Εὐρ. Ρῆσ. 205, 512.

Greek Monolingual

κλωπικός, -ή, -όν (Α) κλωψ
1. ο επιρρεπής στην κλοπή
2. κρυφός, λαθραίος.
επίρρ...
κλωπικῶς (Μ)
με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα.

Greek Monotonic

κλωπικός: -ή, -όν (κλώψ), κλοπιμαίος, λαθραίος, μυστικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

κλωπικός, ή, όν κλώψ
thievish, clandestine, Eur.

English (Woodhouse)

secret

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)