μυρεψός

From LSJ
Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρεψός Medium diacritics: μυρεψός Low diacritics: μυρεψός Capitals: ΜΥΡΕΨΟΣ
Transliteration A: myrepsós Transliteration B: myrepsos Transliteration C: myrepsos Beta Code: mureyo/s

English (LSJ)

ὁ, (μύρον, ἕψω) one who boils and prepares unguents, perfumer, Critias 68 D., Arist.MM1206a27, Thphr.HP4.2.6, CP6.14.11: fem. in LXX 1 Ki.8.13, J.AJ6.3.5.

German (Pape)

[Seite 218] wohlriechende Salben kochend, Salbenkoch; Gritias bei Poll. 7, 177; Plut. Pericl. 1 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui concerne les parfums.
Étymologie: μύρον, ἕψω.

Russian (Dvoretsky)

μῠρεψός:изготовляющий благовонные снадобья, парфюмер Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρεψός: ὁ, (μύρον, ἕψω) ὁ βράζων καὶ παρασκευάζων μύρα, Κριτίας 58, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 7, 30· θηλ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Η΄, 13).

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός)
αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.)
μσν.
μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἕψω «ψήνω» (πρβλ. λιν-εψός, χυτρ-εψός). Ο τ. μυροψός εμφανίζει -ο- αντί του -ε- (πρβλ. χαμόμηλο και χαμαίμηλο, ποδόλατος και ποδήλατος) ως συνδετικό φωνήεν, γιατί ήδη από τους αρχαίους χρόνους το φωνήεν -ο- θεωρήθηκε ως το κατ' εξοχήν συνδετικό φωνήεν και η χρήση του επεκτάθηκε αντικαθιστώντας στη σύνθεση τα λοιπά φωνήεντα].

Greek Monotonic

μῠρεψός: ὁ (μύρον, ἕψω), αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, αρωματοποιός.

Middle Liddell

μῠρ-εψός, οῦ, ὁ, μύρον, ἕψω]
one who prepares unguents. a perfumer.