παρεγκόπτω

From LSJ
Revision as of 15:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγκόπτω Medium diacritics: παρεγκόπτω Low diacritics: παρεγκόπτω Capitals: ΠΑΡΕΓΚΟΠΤΩ
Transliteration A: parenkóptō Transliteration B: parenkoptō Transliteration C: paregkopto Beta Code: paregko/ptw

English (LSJ)

intercept, stop, τὸ πνεῦμα v.l. in Plu.2.130b.

German (Pape)

[Seite 510] einschneiden, Plut. de sanit. tuend. p. 391.

French (Bailly abrégé)

intercepter.
Étymologie: παρά, ἐγκόπτω.

Russian (Dvoretsky)

παρεγκόπτω: перехватывать, задерживать (τὸ πνεῦμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγκόπτω: διακόπτω, «σταματῶ», τὸ πνεῦμα Wytt. εἰς Πλούτ. 130Β.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. παρεμποδίζω, διακόπτω
2. παρεμβάλλω εμπόδια
μσν.
περιορίζω και προκαλώ αλλαγή κατάστασης ή πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκόπτω «σχηματίζω εγκοπή, εμποδίζω»].