ταξιαρχία

From LSJ
Revision as of 16:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξῐαρχία Medium diacritics: ταξιαρχία Low diacritics: ταξιαρχία Capitals: ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ
Transliteration A: taxiarchía Transliteration B: taxiarchia Transliteration C: taksiarchia Beta Code: taciarxi/a

English (LSJ)

ἡ, A office of taxiarch, Arist.Pol.1322b3, Polyaen.3.9.10. II = τάξις 1.4b, Ascl.Tact.3.4, Arr.Tact.10.9, Ael.Tact.9.10.

German (Pape)

[Seite 1068] ἡ, Amt oder Geschäft des ταξίαρχος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de ταξίαρχος.

Russian (Dvoretsky)

ταξιαρχία:должность таксиарха Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ταξιαρχία: ἡ, τὸ ἔργον καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ταξιάρχου, Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 15, Πολύαιν. 3. 9. 10.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ταξίαρχος
(στην αρχ. Ελλ.) το έργο ή το αξίωμα του ταξιάρχου
νεοελλ.
1. στρ. σχηματισμός μονάδων διαφόρων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, ο οποίος αποτελείται συνήθως από 2 ή 3 συντάγματα πεζικού υποστηριζόμενα από μοίρα ή μοίρες πυροβολικού μάχης, από μονάδες τεθωρακισμένων και μονάδες σωμάτων τεχνικού, εφοδιασμού -μεταφορών, υλικού πολέμου
2. φρ. α) «διεθνείς ταξιαρχίες» — σώματα ξένων εθελοντών που οργανώθηκαν στο Παρίσι από την Κομιντέρν και αγωνίστηκαν στην Ισπανία στο πλευρό τών Δημοκρατικών εναντίον του Φράνκο κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου 1936-1939
β) «Ερυθρές Ταξιαρχίες» — εξτρεμιστική μυστική τρομοκρατική οργάνωση αριστερής απόκλισης που έδρασε κυρίως στην Ιταλία
μσν.-αρχ.
ταξινόμηση αρχών.

Greek Monotonic

ταξιαρχία: ἡ, το έργο και το αξίωμα του ταξίαρχου, σε Αριστ.

Middle Liddell


the office of taxiarch, Arist. [from ταξίαρχος