τελείωμα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ατος, τό, A completion, τῆς οἰκίας Arist.Ph.246a17; τῆς ψυχῆς Aq.Jb. 12.2, Eun.VS p.500 B. 2 Thess. τελείουμα, dedication on the occasion of τελείωσις ΙΙ, IG9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1085] τό, = τελείωσις, LXX.
Russian (Dvoretsky)
τελείωμα: ατος τό окончание, завершение (τῆς οἰκίας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τελείωμα: ὡς καὶ νῦν, συμπλήρωσις, τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· τελειότης, τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α τελειῶ, -ώνω
συμπλήρωση, ολοκλήρωση
νεοελλ.
1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το τελείωμα του φουστανιού»)
2. εξάντληση («το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του»)
3. στον πληθ. τα τελειώματα
οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες
μσν.-αρχ.
τελειοποίηση, τελειότητα («τελείωμα τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)
αρχ.
αφιέρωση με την ευκαιρία της τελείωσης, της ενηλικίωσης.