φιλοζέφυρος

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοζέφῠρος Medium diacritics: φιλοζέφυρος Low diacritics: φιλοζέφυρος Capitals: ΦΙΛΟΖΕΦΥΡΟΣ
Transliteration A: philozéphyros Transliteration B: philozephyros Transliteration C: filozefyros Beta Code: filoze/furos

English (LSJ)

ον, loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοζέφῠρος: любящий дуновения зефира (λειμῶνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].

Greek Monotonic

φῐλοζέφῠρος: -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

φῐλο-ζέφῠρος, ον,
loving the west wind, Anth.