ἀντελπίζω

From LSJ
Revision as of 17:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντελπίζω Medium diacritics: ἀντελπίζω Low diacritics: αντελπίζω Capitals: ΑΝΤΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: antelpízō Transliteration B: antelpizō Transliteration C: antelpizo Beta Code: a)ntelpi/zw

English (LSJ)

hope instead or in turn, ἄλλα Th.1.70; ἕτερον πλοῦτον Lib.Decl.26.28.

Spanish (DGE)

esperar a su vez ἄλλα Th.1.70, ἀντίπαλα ... δράσειν ἀντελπίσαντας D.C.18.6, πλοῦτόν γε ἕτερον Lib.Decl.26.28.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen, wieder hoffen, Thuc. 1, 70.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀντελπίσας;
espérer en échange.
Étymologie: ἀντί, ἐλπίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντελπίζω: менять свои надежды: ἀντελπίσαντες ἄλλα Thuc. питая новые надежды, т. е. изменив планы или намерения.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντελπίζω: συλλαμβάνω νέαν ἐλπίδα πρὸς ἐπανόρθωσιν ἀποτυχίας, ἀντελπίσαντες ἄλλα ἐπλήρωσαν τὴν χρείαν Θουκ. 1. 70.

Greek Monolingual

ἀντελπίζω (Α)
αποκτώ νέα ελπίδα για επανόρθωση αποτυχίας.

Greek Monotonic

ἀντελπίζω: μέλ. -σω, ελπίζω αντιθέτως ή με τη σειρά μου, σε Θουκ.

Middle Liddell


to hope instead or in turn, Thuc.