ἀνόνητος

From LSJ
Revision as of 17:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόνητος Medium diacritics: ἀνόνητος Low diacritics: ανόνητος Capitals: ΑΝΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anónētos Transliteration B: anonētos Transliteration C: anonitos Beta Code: a)no/nhtos

English (LSJ)

Dor. ἀνόνατος, ον, A unprofitable, περισσὰ κἀνόνητα σώματα S.Aj.758; ὦπολλὰ λέξας . . κἀνόνητ' ἔπη v.l. ib.1272; ἀνόνητος γάμος E.Or. 1501 (lyr.), cf. Hel.886; ἀ. γίγνεσθαι D.9.40, cf. Plu.2.248a; τινί Arist.EN1095a9, cf.Pol.1334b40; ἄργυρον εἰς ἀνόνατα ῥέοντα Cerc.4.4:—neut. pl. ἀνόνητα is freq. in E. as adverb, in vain, as Hec.766, Alc.412 (lyr.), al.; ἀνόνητα πονεῖν Pl.R.486c: regul. Adv. ἀνονήτως = in vain Pall. inHp.2.147D, Sch.E.Or.1501: Comp., ibid. II Act., c. gen., τῶν ἀγαθῶν ἀ. τινα ποιῆσαι deprive of all benefit from .., D.18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.p.13D.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. -ᾱτος E.Alc.412, Cerc.2.7
I 1no de pers., abs. o c. dat. que no trae beneficios, que no tiene valor, inútil abs. σώματα S.Ai.758, γάμοι E.Hel.886, cf. Or.1501, ἄγαλμα E.Fr.386, cf. Ar.V.314, τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν κύβων προσγιγνόμενα ἀ. γίγνεται Alcid.16.27, ταῦτα D.9.40, χώρα Plu.2.248a, δρόμος Nonn.D.20.163, φαρέτρη Nonn.D.36.75
c. dat. ἅπαντα ἀ. ... αὐτοῖς γένοιτο IG 3(3).97.29 (IV/III a.C.), τοῖς ... τοιούτοις ἀνόνητος ἡ γνῶσις γίνεται Arist.EN 1095a9, ἀνόνητος ... τοῖς ... πρεσβυτέροις ἡ χάρις Arist.Pol.1334b40, ἀνόνητος ἦν ἡ μαντικὴ τοῖς πολίταις Plu.2.821b, συνειδότες ὡς ἀ. αὐτοῖς ἐστιν ἡ λογοθεσία PCatt.ue.4.9
neutr. plu. adv. en vano ἀνόνατ' ἀνόνατ' ἐνύμφευσας E.Alc.412, ἀ. ... (ἔτεκον) τόνδ' E.Hec.766, ἔτεκες ἀ. E.Hipp.1145, ἀνόνητα ... πονῶν Pl.R.486c, cf. 531d, X.Eph.5.8.4, ἄργυρον ... εἰς ἀνόνατα ῥέοντα dinero gastado en vano Cerc.2.7.
2 de pers. c. gen. que no se aprovecha de τῶν ἀγαθῶν D.18.141, cf. 19.315, Plu.2.800d, Nic.Dam.5, D.Chr.29.21
c. gen. de pers. que no recibe ayuda de Procop.Pers.2.20.3.
II adv. ἀνονήτως = inútilmente Pall.in Hp.2.147, Sch.E.Or.1501.

German (Pape)

[Seite 241] nichts nützend, unnütz. σώματα, ἔπη, Soph. Ai. 745. 1251; ἀνόνητα πονεῖν, umsonst arbeiten, Plat. Rep. VI, 486 c VII, 331 d; vgl. Eur. Hec. 756. – Oft bei Sp., wie D. Hal. Bei Dem. 19, 315 ἀγαθῶν, keinen Nutzen davon habend; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inutile ; pl. neutre adv. • ἀνόνητα sans en jouir ; en vain;
2 qui ne tire pas profit de, gén..
Étymologie: , ὀνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνόνητος:
1) бесполезный, напрасный, ненужный (ἔπη Soph. - v.l. ἀνόητος; γάμος Eur.; τὰ ἐκτὸς ἀγαθά Plut.);
2) не умеющий пользоваться, не извлекающий никакой пользы (τινος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόνητος: Δωρ. ᾱτος, ον, ἀνωφελής, περισσὰ κἀνόνητα σώματα Σοφ. Αἴ. 758˙ ὦ πολλὰ λέξας ἄρτι κἀνόνητ’ ἔπη αὐτόθι 1272˙ ἀνόνητος γάμος Εὐρ. Ὀρ. 1502, πρβλ. Ἑλλ. 886˙ πάντα ταῦτα ἄχρηστ’, ἄπρακτ’, ἀνόνητα ὑπὸ τῶν πωλούντων γίγνεται Δημ. 121. 16, Πλούτ.· ἀν. ἐστί τί τινι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 7, πρβλ. Πολ. 7. 16, 3: ― τὸ οὐδ. πληθ. ἀνόνητα εἶναι συχνὸν παρ’ Εὐρ. ὡς ἐπίρρ., = ματαίως, ὡς π.χ. ἐν Ἑκ. 766, Ἀλκ. 413. κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ. Πολ. 486C. ΙΙ. ἐνεργ. μ. γεν., ἀν. τῶν ἀγαθῶν, μὴ ὠφελούμενος ἐκ τῶν ἀγαθῶν, Δημ. 275. 5., 442. 26. ― Ἐπίρρ. ἀνονήτως Γ. Τορνίκ. ἐπιστ. ἐν Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 411. 21, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

ἀνόνητος, -ον (Α) ονίνημι
1. ο μη χρήσιμος, ανώφελος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἀνόνητα
μάταια, άδικα
3. ενεργ. «ποιῶ τινὰ ἀνόνητον τῶν ἀγαθῶν» — στερώ από κάποιον τα αγαθά.

Greek Monotonic

ἀνόνητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον (ὀνίνημι),
I. ανωφελής, ακερδής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ουδ. πληθ., ἀνόνητα, ως επίρρ., μάταια, σε Ευρ.
II. με γεν., αυτός που δεν αποφέρει κέρδος από κάτι, σε Δημ.

Middle Liddell

ὀνίνημι
I. unprofitable, useless, Soph., Eur., etc.; neut. pl. ἀνόνητα as adv. in vain, Eur.
II. c. gen. making no profit from a thing, Dem.

Chinese

原文音譯:¢nÒhtoj 阿-挪誒拖士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:不-心思(的) 相當於: (אֱוִיל‎) (אִוֶּלֶת‎)
字義溯源:無智慧的,無知的,愚昧的,愚拙的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(νοέω)=理解)組成;而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)。依照主耶穌對往以馬忤斯去的兩個門徒所說的話( 路24:25)去揣摩,無知乃是不認識神的話,對神的話信得太遲鈍。
同義字:1) (ἀνόητος / ἀνόνητος)無智慧的 2) (ἄσοφος)不智的 3) (ἀσύνετος)無智力的 4) (ἀφροσύνη)無知 5) (ἄφρων)無知的 6) (μωρία)愚拙 7) (μωρός)愚拙的
出現次數:總共(6);路(1);羅(1);加(2);提前(1);多(1)
譯字彙編
1) 無知(2) 提前6:9; 多3:3;
2) 無知麼(1) 加3:3;
3) 無知的(1) 加3:1;
4) 愚拙人(1) 羅1:14;
5) 無知的人(1) 路24:25