ἀπόδερμα
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
v. ἀπόδαρμα.
German (Pape)
[Seite 300] τό, das abgezogene Fell, Her. 4, 64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
peau écorchée.
Étymologie: ἀποδέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδερμα: ατος τό содранная кожа, шкура Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδερμα: -ατος, το, (ἀποδέρω) τὸ ἀπεκδαρέν, ἀφαιρεθὲν δέρμα, Ἡρόδ. 4. 64.
Greek Monolingual
ἀπόδερμα, το (Α)
προβιά, τομάρι.
Greek Monotonic
ἀπόδερμα: -ατος, τό (ἀποδέρω), δέρμα που έχει αφαιρεθεί με εκδορά, τομάρι, σε Ηρόδ.