ἰθυτενής
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ές, straight, ibid.; κανών AP6.65 (Paul. Sil.); στάθμη ib.103 (Phil.); γραμμή Simp. in Cael.180.11; στοά Chor.p.85 B.; ξύλα Agath.5.21; upright, perpendicular, ῥόπαλον APl.4.261 (Leon.): metaph., ἰ. κνήμη Aristaenet.1.27.
German (Pape)
[Seite 1246] ές, grade gestreckt, gerichtet, στάθμη, κανών, vom Lineal, Philip. 15 u. Paul. Sil. 51 (VI, 103. 65); aufrecht stehend, μηρῶν ρόπαλον, vom Priap, Leon. Tar. 26 (Plan. 261). – Adv., Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 tendu droit, droit;
2 perpendiculaire.
Étymologie: ἰθύς, τείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἰθῠτενής: прямой, прямолинейный (κανών, στάθμη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθῠτενής: -ές, εὐθυτενής, εὐθύς, κανών Ἀνθ. Παλατ. 6. 65· στάθμη αὐτόθι 103· ὄρθιος, κάθετος, Ἀνθ. Πλαν. 261· μεταφ., ἰθ. κνήμη Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. -νῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 206, Εὐσταθ. Πονημάτ. 130, 60, κτλ.
Greek Monolingual
ἰθυτενής, -ές (Α)
1. ευθυτενής, ευθύς
2. όρθιος, κάθετος.
επίρρ...
ἰθυτενῶς (Μ)
κατευθείαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τενης (< τένος, το < τείνω), πρβλ. αλιτενής, ευθυτενής].
Greek Monotonic
ἰθῠτενής: -ές (τείνω), ευθυτενής, ίσιος, σε Ανθ.· όρθιος, κάθετος, κατακόρυφος, στο ίδ.
Middle Liddell
ἰθῠ-τενής, ές τείνω
stretched out, straight, Anth.: upright, perpendicular, Anth.