βορός
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
(A), ά, όν, (βορά) A gluttonous, Ar.Pax 38, Arist.Phgn.810b18: Sup., Mnesith. ap. Orib.21.7.7, Luc.Tim.46. Adv. βορῶς Ath.5.186c. II inducing appetite, Asclepiad. ap. Eust.1538.30.
βορός (B), οῦ, ὁ (for ϝορός), A juice of pressed grapes (Lacon.), Hsch.
Spanish (DGE)
v. ὀρός.
-ά, -όν
• Alolema(s): βορρ- v.l. Hsch.
I 1voraz, glotón de anim., del gran escarabajo, Ar.Pax 38, βορωτάτη θηρίων de la ballena, Philostr.VA 2.14
•de pers. βορὸς τῶν σιτίων Hp.Int.43, de un parásito, Posidipp.Epigr.16.1, Antip.Sid.3612P., Luc.Tim.46, característica de ciertas anatomías, Arist.Phgn.810b18, Mnesith.Ath.17.21
•fig. βορὸν ὕλας ... ὕλαγμα el voraz ladrido de la materia Synes.Hymn.9.108.
2 estimulante del apetito del agua y del insomnio, Hp.Epid.6.4.18, Gal.17(2).190, 191, cf. Asclep. en Eust.1538.30.
II adv. βορῶς = vorazmente Ath.186c.
-οῦ, ὁ corneja, Cyran.3.7.1.
German (Pape)
[Seite 454] gefräßig, Ar. Pax 38; Luc. Tim. 46.
French (Bailly abrégé)
1ά, όν :
vorace, glouton;
Sp. βορώτατος.
Étymologie: R. Βορ, dévorer ; v. βορά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βορός -ά -όν βιβρώσκω vraatzuchtig.
Russian (Dvoretsky)
βορός: βιβρώσκω прожорливый Arph., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
βορός: -ά, -όν, (βορὰ) καταβροχθίζων, ἀδηφάγος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 38, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10. ― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀθήν. 186C.
Greek Monolingual
βορός, -ά, -όν (Α)
ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε -βορος (πρβλ. δημοβόρος, βλ. και λ. βορά)].
Greek Monotonic
βορός: -ά, -όν (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει, αδηφάγος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
βιβρώσκω
devouring, gluttonous, Ar.