πέπρωται
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
πέπρωτο, πεπρωμένος, v. πόρω. πέπταμαι, πεπταμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c'est l'arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.
Russian (Dvoretsky)
πέπρωται: эп. 3 л. sing. pf. к πορεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.
Greek Monolingual
ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.
Greek Monotonic
πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.
Frisk Etymological English
Meaning: it is destined by fate
See also: s. πορεῖν.
Frisk Etymology German
πέπρωται: {péprōtai}
Meaning: es ist vom Schicksal bestimmt
See also: s. πορεῖν.
Page 2,509
English (Woodhouse)
(see also: πόρω) it is appointed
Mantoulidis Etymological
(=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ. παρακ. τοῦ ρήμ. πόρω ἀόρ. β´ ἔπορον – πορεῖν (=δίνω). Ρίζα πορ- τοῦ πόρος. Θέμα πορ-, μέ ἀναδιπλ. πεπορ → πέπρω → πέπρω + ται → πέπρωται. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρωμένον ἐστί, ἡ πεπρωμένη (μοῖρα), τό πεπρωμένον (=τό γραφτό).