τυμβοχόος

Revision as of 14:23, 30 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, (χέω) throwing up a cairn or throwing up a barrow: τ. χειρώματα burial-cairns thrown up by work of hand, A.Th.1027.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui verse des libations sur un tombeau.
Étymologie: τύμβος, χέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβοχόος -ον [τύμβος, χέω] een grafheuvel bouwend.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοχόος: IIмогильщик Anth.
насыпающий могильный курган или совершающий надгробные возлияния (χειρώματα Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι
οι νεκροθάφτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -χόος (< χέω), πρβλ. οἰνοχόος.

Greek Monotonic

τυμβοχόος: -ον (χέω
I. αυτός που ρίχνει χώμα πάνω στο νεκρό και έτσι σχηματίζει τύμβο, σε Ανθ.
II. τυμβοχόα χειρώματα, τύμβοι που έχουν ανυψωθεί με τα χέρια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόος: -ον, (χέω), ὁ χέων χῶμα ἐπὶ νεκροῦ καὶ οὕτω κατασκευάζων τύμβον, νεκροθάπτης, Ἀνθ. Π. 8. 200· τ. χειρώματα, τύμβοι διὰ χειρῶν ἐγηγερμένοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 1022· ἴδε Blomf. ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

τυμβο-χόος, ον, [χέω]
I. throwing up a cairn or barrow, Anth.
II. τ. χειρώματα cairns thrown up by work of hand, Aesch.

Translations

gravedigger

Aromanian: grupar; Belarusian: магі́льшчык, далакоп, грабар; Breton: bezier; Bulgarian: гробар; Catalan: enterramorts; Czech: hrobník, hrobař; Danish: graver; Dutch: grafdelver, doodgraver; Esperanto: tombisto; Estonian: hauakaevaja; Finnish: haudankaivaja; French: fossoyeur; Galician: coveiro, enterramortos; German: Totengräber; Greek: νεκροθάφτης; Ancient Greek: ἐνταφεύς, ἠριεργής, καταγεώτης, κοπιάτης, νεκροθάπτης, νεκροταφίς, νεκροτάφος, ταφεύς‎‎, τυμβοποιός, τυμβοχόος; Hungarian: sírásó; Irish: reiligire; Italian: becchino; Macedonian: гробар; Norman: fôssyi; Norwegian Bokmål: graver; Nynorsk: gravar; Polish: grabarz; Portuguese: coveiro; Romanian: gropar, săpător; Russian: могильщик, гробокопатель; Scottish Gaelic: adhlacair, cladhaire, maor; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̀ба̄р; Roman: gròbār; Slovak: hrobár, hrobník; Slovene: grobar; Spanish: sepulturero; Swedish: dödgrävare; Turkish: mezarcı; Ukrainian: могильник, гробар; Yiddish: באַגרעבער‎