φενακίζω

From LSJ
Revision as of 11:21, 7 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φενᾱκίζω Medium diacritics: φενακίζω Low diacritics: φενακίζω Capitals: ΦΕΝΑΚΙΖΩ
Transliteration A: phenakízō Transliteration B: phenakizō Transliteration C: fenakizo Beta Code: fenaki/zw

English (LSJ)

A play the φέναξ, cheat, lie, Theopomp.Com.8, Ar.Pl.271; of the deceptive appearance of certain unripe figs, S.Fr.731; with neut. Adj., ταῦτ' ἄρ' ἐφενάκιζες σύ Ar.Ach.90, cf. D.19.66, Hyp. Ath.2: abs., φ. ἀτηρῶς Phld.Mus.p.104K. 2 trans., cheat, trick, τινα Ar.Pax 1087 (hex.), D.2.7, Men.Sam.100; ὧν πεφενάκικε τὴν πόλιν (by attraction for ) D.19.72:—Pass., to be cheated, Id.6.29; οἷ' ἐφενακιζόμην ὑπ' αὐτοῦ Ar.Ra.921.

German (Pape)

[Seite 1261] 1) betrügen, täuschen, hintergehen; τινά, Ar. Pax 1053 u. öfter; u. pass., Ran. 919; πεφενάκικέν τινα Dem. 2, 7; παρακρούσεοθαι καὶ φενακιεῖν ὑμᾶς 32, 31, u. öfter, u. Sp., wie Luc. u. Plut. – 2) erlügen, fälschlich vorgeben, verfälschen, τί; Ar. Ach. 90; τίςταῦτα φενακίσας Dem. 19, 66.

French (Bailly abrégé)

tromper, acc..
Étymologie: φέναξ.

Russian (Dvoretsky)

φενᾱκίζω: обманывать, лгать Soph., Arph.: τίς ὁ ταῦτα φενακίσας; Dem. кто виновник этого обмана?; φ. τινά Arph., Dem., Sext. обманывать, морочить кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

φενᾱκίζω: μέλλ. -σω, φέρομαι ὡς φέναξ, ἀπατῶ, ψεύδομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 792, Θεόπομ. Κωμικ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ταῦτ’ ἄρ’ ἐφενάκιζες σύ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 90, πρβλ. Δημ. 362. 10. 2) μεταβ., δολιεύομαι, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1087, Πλοῦτ. 271, Δημ. 20. 5· ὧν πεφενάκικε τὴν πόλιν (καθ’ ἕλξιν ἀντὶ ἄ), ὁ αὐτ. 363. 29. ― Παθ., ἐξαπατῶμαι, ὁ αὐτ. 73, 1· οἷ’ ἐφενακίσθην ὑπ’ αὐτοῦ Ἀριστοφ. Βάτρ. 921.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ φέναξ, -ακος]
εξαπατώ, παραπλανώ
μσν.
φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή
αρχ.
(αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας.

Greek Monotonic

φενᾱκίζω: μέλ. -σω·
1. φέρομαι ως φέναξ, εξαπατώ, ψεύδομαι,, σε Αριστοφ., Δημ.
2. μτβ., εξαπατώ, ξεγελώ, τινά, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εξαπατώμαι, σε Αριστοφ., Δημ.

Middle Liddell

φενᾱκίζω, fut. -σω
1. to play the φέναξ, cheat, lie, Ar., Dem.
2. trans. to cheat, trick, τινά Ar., Dem.:—Pass. to be cheated, Ar., Dem.

Mantoulidis Etymological

(=ἐξαπατῶ, λέω ψέμματα). Ἀπό τό οὐσ. φέναξ (=ἀπατεώνας).
Παράγωγα: φενάκη, φενακισμός, φενακιστής, φενακιστικός, φενακιστικῶς, φενακικῶς (=ἀπατηλά).