συνήκω

From LSJ
Revision as of 16:34, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκω Medium diacritics: συνήκω Low diacritics: συνήκω Capitals: ΣΥΝΗΚΩ
Transliteration A: synḗkō Transliteration B: synēkō Transliteration C: syniko Beta Code: sunh/kw

English (LSJ)

A to have come together, be assembled, meet, Th.5.87. II σ. εἰς ἕν, of walls, meet in a point, X.Vect.4.44; σ. εἰς στενόν to narrow down, Arist.IA710b2; so εἰς ὀξύ Id.HA495b10, Thphr.HP 3.11.1.

French (Bailly abrégé)

être venu ensemble ; être réuni, se réunir.
Étymologie: σύν, ἥκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.

Russian (Dvoretsky)

συνήκω: сойтись, встретиться Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α
1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»].

Greek Monotonic

συνήκω: μέλ. -ξω,
I. έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με συντροφιά, με συνοδεία, έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.
II. συνήκω εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό σημείο, συνάπτομαι, συμπίπτω, καταλήγω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνήκω: ἔχω ἔλθῃ ὁμοῦ, εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ ὄπισθεν κοῦφα καὶ συνήκοντα πάλιν εἰς στενόν, γενόμενα πάλιν στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to have come together, to be assembled, to meet, Thuc.
II. ς. εἰς ἕν to meet in a point, Xen.

German (Pape)

mit, zugleich, zusammen kommen; Thuc. 5.87; εἰς ἕν, Xen. Vect. 4.44; sich zusammenziehen, εἰς στενόν, ins Enge, Arist. inc. an. 10.