εὐφεγγής
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ές, bright, brilliant, ἡμέρα… εὐ. ἰδεῖν A. Pers. 387, cf. B. 18.26; Ἄρκτος ARh. 3.1195; σελάνα B. 8.29, cf. Plu. 2.161e; πεύκη, of a torch, AP 7.407.5 (Diosc.); τὸ εὐ. Luc. Hipp. 8.
shiny, τοῖχοι Suid. s.v. δύο τοίχους.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.
Étymologie: εὖ, φέγγος.
Russian (Dvoretsky)
εὐφεγγής: ярко сияющий, лучезарный (ἡμέρα Aesch.; σελήνη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφεγγής: -ές, φέγγων καλῶς, λαμπρός, φωτεινός, ἡμέρα.. εὐφ. ἰδεῖν Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· σελήνη Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.
Greek Monotonic
εὐφεγγής: -ές (φέγγος), φωτεινός, λαμπρός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὐ-φεγγής, ές φέγγος
bright, brilliant, Aesch.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ές, schön leuchtend, strahlend, ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν Aesch. Pers. 379; sp.D., ἀστέρες Ap.Rh. 3.1195; πεύκη Diosc. ep. (VII.407); auch Plut., vom Monde, Sept. sap. conv. 18; τὸ εὐφ. = εὐφέγγεια, Luc. Hipp. 8.