δυσκέλαδος

From LSJ
Revision as of 13:24, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκέλᾰδος Medium diacritics: δυσκέλαδος Low diacritics: δυσκέλαδος Capitals: ΔΥΣΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: dyskélados Transliteration B: dyskelados Transliteration C: dyskelados Beta Code: duske/lados

English (LSJ)

ον, ill-sounding, shrieking, φόβος Il.16.357; ζῆλος δ. envy with its tongue of malice, Hes.Op.196; δ. ὕμνος Ἐρινύος A.Th. 867 (anap.), cf. Fr.451 I; μοῦσα E.Ion1098 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 de terrible estruendo, estruendoso φόβος δ. = huida entre gritos ante el enemigo Il.16.357, δ. ὕμνος Ἐρινύος A.Th.867, cf. Fr.188a, φάμα E.Med.420, ἐπιδρομίαι A.R.3.593, πόντος A.R.Fr.8.2, prob. de una flecha Epic.Alex.Adesp.SHell.939.4, ἄνεμοι AP 11.328 (Nicarch.), κυδοιμοί Opp.H.2.667, cf. Nonn.D.34.341, ἄκμονες Opp.H.5.153, ἄσθματα AP 11.382 (Agath.), Λείανδρος ... δυσκελάδων πεφόρητο θαλασσαίων ἐπὶ νώτων Musae.313.
2 que causa murmuración, maldiciente ζῆλος Hes.Op.196, δυσκελάδοισιν ... ὕμνοις = con maldicientes canciones E.Io 1090.

German (Pape)

[Seite 682] mißtönend, lärmend, φόβος, die Flucht, auf der alles durcheinander lärmt, Il. 16, 357, ἅπαξ εἰρημέν.; ζῆλος, der böse Gerüchte verbreitende Neid, Hes. O. 195; ὕμνος Ἐρινύος Aesch. Spt 867; vgl. Eur. Ion 1090; μοῦσα 1098; ἄσθματα Agath. 69 (XI, 382); φάμα, übler Ruf, Eur. Med. 420.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait pousser des cris de frayeur;
2 au son ou à la parole terrible.
Étymologie: δυσ-, κέλαδος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκέλᾰδος:
1 крикливый, шумливый (φόβος Hom.);
2 злоречивый (ζῆλος Hes.; φάμα Eur.);
3 зловещий (ὕμνος Ἐρινύος Aesch.; μοῦσα Eur.);
4 хриплый (ἄσθματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκέλᾰδος: -ον, κακόηχος, φόβος Ἰλ. Π. 357· ζῆλος δ., φθόνος κακόγλωσσος, Ἡσ. Ἐργ.κ. Ἡμ. 194· δ. ὕμνος Ἐρινύος Αἰσχύλ. Θήβ. 867· μοῦσα Εὐρ. Ἴωνι 1098.

Greek Monolingual

δυσκέλαδος, -ον (Α)
1. κακόηχος, κακόφωνος
2. φρ. «δυσκέλαδος ζήλος» — φθόνος, κακόγλωσσος, κακεντρεχής.

Greek Monotonic

δυσκέλᾰδος: -ον, κακόηχος, δυσαρμονικός, στριγγλιστός, τσιριχτός, φάλτσος, παράφωνος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

δυσ-κέλᾰδος, ον
ill-sounding, shrieking, discordant, Il., Aesch., Eur.