συνεπιδίδωμι

From LSJ
Revision as of 16:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιδίδωμι Medium diacritics: συνεπιδίδωμι Low diacritics: συνεπιδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synepidídōmi Transliteration B: synepididōmi Transliteration C: synepididomi Beta Code: sunepidi/dwmi

English (LSJ)

A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.). 2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc. 3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a. II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.

French (Bailly abrégé)

croître ensemble ou également.
Étymologie: σύν, ἐπιδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιδίδωμι:
1 одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);
2 одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.

Greek Monolingual

Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῦν τι τὴν χεῖρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].