τλητός

From LSJ
Revision as of 16:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλητός Medium diacritics: τλητός Low diacritics: τλητός Capitals: ΤΛΗΤΟΣ
Transliteration A: tlētós Transliteration B: tlētos Transliteration C: tlitos Beta Code: tlhto/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. τλᾱτός, ά, όν: I Act., patient, steadfast in suffering or labour, θυμός Il.24.49. II Pass., to be endured, always with neg., οὐ τ. not to be endured, intolerable, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν . . ἔπος A.Pr.1065 (anap.); οὐκ ἔστι τοὔγρον τ. S.Aj.466; οὐ τλητόν [ἐστι], c. inf., E.Med.797, Alc.887 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1123] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. ὑπομενητικός. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν, Soph. Ai. 461.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 patient, courageux;
2 qu’on peut ou qu’il faut supporter, tolérable.
Étymologie: adj. verb. de τλάω.

Russian (Dvoretsky)

τλητός: дор. τλᾱτός 3 [adj. verb. к τλῆναι
1 терпеливый, выносливый, стойкий (θυμός Hom.);
2 выносимый: οὐ τ. Trag. невыносимый.

Greek (Liddell-Scott)

τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *τλάω (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, καρτερικός, σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν εἶναι ὑποφερτόν, εἶναι ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... ἔπος Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι τοὖργον τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.

English (Autenrieth)

(τλῆναι): enduring, Il. 24.49†.

Spanish

paciente

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α
1. τλητικός («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.)
2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- / τλᾶ-(βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + επίθημα -τός].

Greek Monotonic

τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *τλάω·
I. Ενεργ., υπομονετικός, καρτερικός, σταθερός στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ. με αρνήση, οὐ τλητός, δεν είναι υποφερτός, είναι ανυπόφορος, σε Τραγ.

Middle Liddell

τλητός, ή, όν verb. adj.of *τλάω:]
I. act. suffering, enduring, patient, steadfast, Il.
II. pass., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, intolerable, Trag.

Léxico de magia

-όν paciente de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., τερψίμβροτε, Μινῴα, λοχιάς, Θηβαία, τλητή a ti te suplico, que alegras a los mortales, Minoica, protectora de los nacimientos, Tebana, paciente P IV 2285