ἀποτοξεύω

From LSJ
Revision as of 17:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτοξεύω Medium diacritics: ἀποτοξεύω Low diacritics: αποτοξεύω Capitals: ΑΠΟΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: apotoxeúō Transliteration B: apotoxeuō Transliteration C: apotokseyo Beta Code: a)potoceu/w

English (LSJ)

A shoot off arrows, ἀπὸ δένδρων D.C.37.2: metaph., shoot off like an arrow, ῥηματίσκια Pl.Tht. 180a, cf. Luc.Rh.Pr.17:—Pass., Id.Prom.Es2. 2 shoot a person, τινά τινι Id.Vit.Auct.24 (codd., κατατοξ- Cobet). II keep off by shooting, λοιμόν Id.Alex.36.

Spanish (DGE)

I 1disparar, lanzar flechas ἀπὸ δένδρων D.C.37.2.5.
2 lanzar como flechas, de un relámpago en v. pas. οὐρανόθεν πῦρ ἀπ[οτ] οξευόμ[ε] νον Erot.Fr.Pap.Herp.48
fig. asaetar ref. a palabras ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια ... ἀνασπῶντες ἀποτοξεύουσι Pl.Tht.180a, cf. Luc.Rh.Pr.17, c. dat. instrum. ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ... συλλογισμῷ Luc.Vit.Auct.24, tb. en v. med. εὐστόχως ἀποτετόξευται καὶ ἐς τὴν Ἀττικὴν δριμύτητα Luc.Prom.Es.2.
II apartar con sus flechas λοιμόν Luc.Alex.36.

German (Pape)

[Seite 332] Pfeile abschießen (von einem höheren Orte herab), Luc. Prom. 2; τόξευμα Alcidam. Od. 669, 9; τινὰ συλλογισμῷ, nach Einem, Vit. auct. 24; wie Pfeile abschießen, ῥηματίσκια Plat. Theaet. 180 a.

French (Bailly abrégé)

frapper d'une flèche.
Étymologie: ἀπό, τοξεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτοξεύω:
1 досл. стрелять из лука, перен. ἀ. ῥηματίσκια Plat. метко поражать словами;
2 тж. med. поражать (словно) стрелами (τινά τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτοξεύω: ῥίπτω βέλη, ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 37. 2· παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Λουκ. Προμ. 2: ― μεταφ., ἐξακοντίζω τι ὡς βέλος, ῥηματίσκια Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. ΙΙ. ῥίπτω βέλος κατὰ τινος, μεταφ., ἐμβάλλω εἰς ἀπορίαν, ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 24· ἔνθα ὁ Κόβητος V. LL. 238 προτείνει τὴν γραφὴν κατατ-.

Greek Monolingual

ἀποτοξεύω (Α)
1. ρίχνω, εξακοντίζω βέλη
2. εξακοντίζω κάτι σαν βέλος και κάνω τον συνομιλητή μου να τα χάσει.

Greek Monotonic

ἀποτοξεύω: μέλ. -σω·
I. εκτοξεύω βέλη, σε Λουκ.
II. ρίχνω βέλος εναντίον κάποιου· μεταφ., εμβάλλω απορία σε κάποιον, τινά τινι, στον ίδ.

Middle Liddell


I. to shoot off arrows, Luc.
II. to shoot a person, τινά τινι Luc.