ἐκλογισμός
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
English (LSJ)
ὁ,
A keeping of accounts, in plural, Inscr.Prien.108.214 (ii B.C.), Phalar.Ep.24; computation, calculation, Haussoullier Cinquantenaire de l'école des hautes études p.88 (Didyma, ii B.C.), Plu.Cat.Mi.36; consideration, reckoning, in plural, Plb.1.59.2, D.H.Th.3, Plu.Oth.9(v.l.), etc.; setting out of grammatical paradigms, D.T.629.8; conclusion of an argument, Hp.Nat.Puer.12.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Grafía: inscr. frec. ἐγλ-
I 1consideración, cálculo, reflexión συνορῶντες οὐ προχωροῦν αὑτοῖς τὸ ἔργον κατὰ τοὺς ἐκλογισμούς viendo que el asunto no avanzaba según sus cálculos Plb.1.59.2, cf. 10.6.12, τοῖς ἐκλογισμοῖς χρησάμενος, οἷς ἡμεῖς ἀνώτερον ἐξελογισάμεθα Plb.10.9.3.
2 explicación, razón c. gen. seguido de explicación δῆλος οὖν ὁ ἐ. ἐστι τοῦ πνεύματος, ὅτι ... la explicación de lo que pasa con el aire es clara, que ... Hp.Nat.Puer.12, δύο γάρ σοι μυριάδες ἐκλογισμῶν λελοίπασιν Phalar.Ep.24.
3 c. gen. estudio y exposición metódica ἐ. ἀναλογίας estudio metódico de la analogía D.T.629.8, τῶν ἁμαρτημάτων τοῦ χαρακτῆρος τοῦ λόγου de la obra de Tucídides, D.H.Th.3.1, βασιλικοῦ βίου Clem.Al.Strom.6.4.35.
II econ.
1 contaduría, teneduría τὴν πᾶ[σαν] προ[ε] δρείαν [ἐποή] σατο περί τε το[ὺς ἐ] γλογισμούς de cierto funcionario IPr.108.214 (II a.C.).
2 cuenta presentada, factura κατὰ [τὸν ἀνενηνεγμ] ένον ὑπ' αὐτῶν ἐπὶ τὸ νεωποιεῖον ἐγλογισμόν Didyma 40.9 (II a.C.).
3 cálculo, valoración τῆς οὐσίας Plu.Crass.2, προσάγειν τὸν ἔσχατον ἐκλογισμόν conseguir el precio más alto Plu.Cat.Mi.36.
German (Pape)
[Seite 768] ὁ, die Ausrechnung, Schätzung, Plut. Cat. min. 36; Überlegung, Pol. 1, 59, 2 u. öfter, wie a. Sp.; die Darlegung, Darstellung, D. Hal. u. A.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 calcul d'une somme d'argent, évaluation d'une fortune ; estimation, appréciation;
2 calcul, réflexion, considération.
Étymologie: ἐκλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλογισμός: ὁ
1 исчисление, подсчет (τῆς οὐσίας Plut.);
2 преимущ. pl. обдумывание, обсуждение (ἐκλογισμοὶ ἀκριβέστατοι Polyb.; περί τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλογισμός: ὁ, ὑπολογισμός, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 36· διαλογισμός, σκέψις, Πολύβ. 1. 59, 2.
Greek Monolingual
ἐκλογισμός, ο (AM)
επιλογή, διήγηση
αρχ.
1. υπολογισμός
2. σκέψη, διαλογισμός
3. το συμπέρασμα που βγαίνει από μια υπόθεση.
Greek Monotonic
ἐκλογισμός: ὁ, υπολογισμός, λογαριασμός, εκτίμηση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐκλογισμός, ὁ, [from ἐκλογίζομαι
a computation, calculation, Plut.