αἴσθημα
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
ατος, τό, A object of sensation, Arist. APo.99b37, Metaph.1010b32, Plot.4.3.25 and 29; τὸ νοεῖν γέγονεν αἰσθήμασι μόνοις Phld.D.1.13, etc. II sense or perception of a thing, κακῶν E.IA1243.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 atisbo, percepción αἴσθημά τοι κἀν νηπίοις τῶν κακῶν ἐγγίγνεται E.IA 1243.
2 sensación, sensación concreta, sensación como contenido op. la esfera mental τὰ φαντάσματα ὥσπερ αἰσθήματά ἐστι πλὴν ἄνευ ὕλης Arist.de An.432a9, τὸ αὐτὸ τῶν αἰσθημάτων δεῖ τίθεσθαι ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ τῶν νοημάτων Plot.4.3.25
•op. τὰ αἰσθητά = las cualidades sensibles Arist.Metaph.1010b32, 1063b4, ἐνούσης δ' αἰσθήσεως τοῖς μὲν τῶν ζῴων ἐγγίγνεται μονὴ τοῦ αἰσθήματος, τοῖς δ' οὐκ ἐγγίγνεται Arist.APo.99b37, en sent. despect. ο ἷς τὸ νο[εῖ] ν γέγονεν αἰσθ[ή] μασι μόνοις Phld.D.1.13.39.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sentiment (de qch).
Étymologie: αἰσθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
αἴσθημα: ατος τό
1 чувство, чувственное восприятие: τὰ αἰσθητὰ καὶ τὰ αἰσθήματα Arst. чувственно постигаемые свойства и чувственные восприятия;
2 чувствование, ощущение, понимание: αἴ. τοι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται Eur. даже детям свойственно чувствовать несчастья.
Greek (Liddell-Scott)
αἴσθημα: -ατος, τό, τὸ διὰ τῶν αἰσθήσεων ἐννοούμενον, ἢ ἡ ἀντίληψις ἀντικειμένου τινός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3. Μεταφ. 3. 5. 29, κτλ. ΙΙ. ἀντίληψις ἢ κατανόησις πράγματός τινος, κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 1243.
Greek Monotonic
αἴσθημα: -ατος, τό, αντίληψη, κατανόηση ενός πράγματος· κακῶν, σε Ευρ.
Middle Liddell
[from αἰσθάνομαι
perception of a thing, κακῶν Eur.
English (Woodhouse)
feeling, perception, insight into
German (Pape)
τό, das Wahrgenommene, die Wahrnehmung, Arist. anal. post. 2.19; κακῶν Eur. I.A. 1230.