διέκπλοος
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
contr. διέκπλους, ὁ, A passage, τῶν βραχέων through the shallows, Hdt.4.179; δ. ὑπόφαυσιν καταλιπεῖν Id.7.36, cf. Pl. Criti. 115e. II breaking the enemy's line in a sea-fight, δ. ποιεύμενος Hdt.6.12, cf. Th.1.49, 7.36.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): contr. διέκπλους Th.2.83
I 1paso o salida natural o artificial para la navegación διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπον Hdt.7.36, cf. Pl.Criti.115e, δ. τῶν βραχέων Hdt.4.179, αἱ Κυάνεαι ... τραχὺν ποιοῦσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῦ στόματος Str.1.2.10, ὁ γὰρ δ. ἀπελείφθη μιᾷ νηί D.S.13.47, ἀπέκλεισαν τὸν διέκπλουν τοῦ λιμένος Plu.Nic.24, en lugares pantanosos entre cañaverales, Hld.1.6.2.
2 navegación, travesía ἐν τῷ διέκπλῳ τῷ μέχρι δεῦρο mientras navegaba hacia aquí Hld.1.27.3.
II en táct. naval, maniobra de ruptura de la línea pasando con la propia nave entre dos naves enemigas διέκπλοον ποιεύμενος τῇσι νηυσὶ δι' ἀλληλέων realizando con las naves la maniobra de romper mutuamente sus líneas Hdt.6.12, cf. 8.9, ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν μὴ διδόντες διέκπλουν Th.l.c., cf. 1.49, 7.36, X.HG 1.6.31, κατὰ μὲν τὰς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσοὺς ἠχρείουν Plb.16.3.14, cf. D.C.49.3.2.
German (Pape)
[Seite 618] zsgzgn -πλους, ὁ, Durchfahrt, Her. 4, 179; Raum dazu, 7, 36; bes. das Durchbrechen der feindlichen Schiffsreihe, 8, 9; Thuc. 1, 49. 7, 36 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
par contr. att. διέκπλους;
1 navigation à travers;
2 manœuvre de vaisseaux qui traversent la ligne ennemie (pour l'attaquer à revers).
Étymologie: διεκπλέω.
Russian (Dvoretsky)
διέκπλοος: стяж. διέκπλους ὁ
1 переезд на кораблях: διέκπλοον ποιεῖσθαι τῇσι νηυσὶ δι᾽ ἀλλήλων Her. совершать проплыв одних кораблей между другими (вид морских маневров);
2 место переезда на кораблях, переправа (διέκπλοον δεικνύναι Her.);
3 воен. прорыв линии неприятельского флота (ἀπόπειραν ποιήσασθαι τῆς μάχης καὶ τοῦ διεκπλόου Her.; τῶν πολεμίων νεῶν Polyb.): διέκπλοι οὐκ ἦσαν Thuc. пробиться на кораблях не было возможности.
Greek (Liddell-Scott)
διέκπλοος: συνῃρ. διέκπλους, ὁ, τὸ πλεῖν διὰ μέσου, τὸ διέρχεσθαι διὰ μέσου καὶ ἐξέρχεσθαι εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἡρόδ. 7. 36· τῶν βραχέων, διὰ μέσου τῶν ῥηχῶν νερῶν, ὁ αὐτ. 4. 179, πρβλ. Πλάτ. Κριτ. 115Ε. ΙΙ.ἡ διάσπασις τῆς ἐχθρικῆς γραμμῆς ἐν ναυμαχίᾳ, Ἡρόδ. 6. 12, Θουκ. 1. 49, ἔνθα ἴδε Arnold· πρβλ. τὸ προηγ.
Greek Monotonic
διέκπλοος: συνηρ. διέκπλους, ὁ,·
I. διέλευση ανάμεσα ή απέναντι από, διάπλευση, σε Ηρόδ.
II. διάσπαση της εχθρικής γραμμής σε ναυμαχία, στον ίδ., σε Θουκ.
Middle Liddell
n [from διεκπλέω
I. a sailing across or through, passing across or through, Hdt.
II. a breaking the enemy's line in a sea-fight, Hdt., Thuc.