σάγη

From LSJ
Revision as of 19:03, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, 1) das Geschirr, die Bepackung des Pferdes, Esels, Maulthiers, als Decken, Sattel, Saumsattel. – 2) auch von Menschen, die Waffenrüstung, παντελῆ σάγην ἔχων Aesch. Ch. 552; Apoll. L. H., es auf σάκος zurückführend, sagt ἀφ' οὗ καὶ οἱ νεώτεροι σάγην τὴν ὅλην πανοπλίαν λέγουσιν, ὡς Σοφοκλῆς (frg. 939); vgl. die anderen VLL.; τοξήρη σάγην, Eur. Herc. Fur. 188; gew. im plur., φεράσπιδες Aesch. Pers. 236, δορύσοοι, ὑπέρκομποι, Sept. 118. 373; der ganze Anzug, die Bedeckung, Kleidung, Ch. 664; – φερέσβιος, = πήρα, Phot. – Über den Accent, auch σαγή, s. Arcad. p. 104, 25.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. équipement;
II. particul.
1 bagage;
2 armure ; postér. harnais d'une bête de somme, bât, selle.
Étymologie: R. Σαγ, charger ; v. σάττω.

Greek (Liddell-Scott)

σάγη: [ῑ], ἡ, «τὰ πράγματά» τινος, τὸ φορτίον τῶν ἀποσκευῶν τῶν ἀνηκουσῶν εἰς ὁδοιπόρον, κ.τ.τ., αὐτόφορτος οἰκείᾳ σάγῃ, δηλ. φέρων ὁ ἴδιος τὰς ἀποσκευάς του, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 675· σάκκος, «δισάκκι», τὸ περιέχον τὴν ἀποσκευήν τινος, Ἴων παρὰ Πολυδ. Ι΄, 92· - ἀκολούθως καθόλου, σκεύη, ἔπιπλα, παντελῆ σαγὴν ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 207· τοξήρης σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 188· μάλιστα δὲ ὁπλισμός, Σοφ. Ἀποσπ. 939, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄ 157· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., φεράσπιδες σαγαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 240, πρβλ. Θήβ. 125, 391.
ΙΙ. παρὰ μεταγεν. = σάγμα ΙΙ, ἐπίσαγμα, «σαμάρι», Βάβρ. 7. 12, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 185, Ι΄, 54· καμήλου Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 19, 10· - ὡσαύτως τὸ γέμισμα σάγματος ἢ σαμαρίου, Στράβ. 693.
(Πιθαν. ἐκ τοῦ σάττω· ἐντεῦθεν πανσαγίαπασσαγία, σάγματα· ὡσαύτως συγγενὲς τῷ σάγος καὶ σάκος. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. παρ’ Ἀρκαδ. 104. 25, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 207).

Russian (Dvoretsky)

σάγη: или σᾰγή (ᾰ) ἡ
1 снаряжение, вещи: οἰκεία σ. Aesch. личные вещи, поклажа:
2 тж. pl. вооружение Trag.;
3 вьюк Babr.

Mantoulidis Etymological

ἡ (=ἀποσκευές, σαμάρι). Ἀπό τό σάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.