εὐειδής

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐειδής Medium diacritics: εὐειδής Low diacritics: ευειδής Capitals: ΕΥΕΙΔΗΣ
Transliteration A: eueidḗs Transliteration B: eueidēs Transliteration C: eveidis Beta Code: eu)eidh/s

English (LSJ)

ές, well-shaped, comely, γυνή Il.3.48; prop. of female beauty (v. Eust. adloc.), cf. Hes. Th.250, Thgn.1002, Pi.I.8(7).31, B. 12.102, Hdt.1.196 (Sup.), al., Pl.Cri.44a, X.Mem.3.11.4; of males, Hdt.1.112, 6.32 (Sup.), A.Pers.324, E. Hel.1540, X.HG5.3.9: generally, beautiful, χρωτὸς εὐειδὴς φύσις E.Alc.174; τὸ εὐειδές, beauty of face, Cret. usage mentioned by Arist. Po.1461a14.

German (Pape)

[Seite 1063] ές, wohl gestaltet, γυνή Il. 3, 47, nach Eust. vorzugsweise von Frauen; ἄλοχος Pind. I. 7, 28; Γαλάτεια Hes. Th. 250; Λάκαινα κόρη Theogn. 1002; ἀνήρ Aesch. Pers. 316; χρωτὸς εὐειδῆ φύσιν Eur. Alc. 172; von Frauen auch Her. 3, 1. 3, wie Plat. Crit. 44 a; von Männern Her. 6, 32; Xen. An. 2, 3, 3, wie Plat. Rep. VI, 494 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'aspect agréable, beau, gracieux;
Sp. εὐειδέστατος.
Étymologie: εὖ, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

εὐειδής: миловидный, красивый, прекрасный (γυνή Hom.; ἄλοχος Pind.; ἀνήρ Aesch., Her., Xen., Plat.; παῖς Her., Plut.): χρωτὸς εὐ. φύσις Eur. прекрасная наружность.

Greek (Liddell-Scott)

εὐειδής: -ές, ἔχων καλὸν εἶδος, ὡραίαν μορφήν, γυνὴ Ἰλ. Γ. 48· κυρίως ἐπὶ καλλονῆς γυναικείας (ἴδε Εὐστ. ἐν τόπ.), πρβλ. Ἡσ. Θ. 250, Θέογν. 1002, Πινδ. Ι. 8. (7). 61. Πλάτ. Κρίτωνα 44 Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· ἀλλ’ ἐπὶ ἀρρένων, Ἡρόδ. 1. 32, 112., 6. 32 (ἐν τῷ Ὑπερθ.) Αἰσχύλ. Πέρσ. 324, Εὐρ. Ἑλ. 1540, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 9: καθόλου ὡραῖος, χρωτὸς εὐειδὴς φύσις Εὐρ. Ἄλκ. 174: - τὸ εὐειδές, καλοννὴ προσώπου, τὸ εὐηδὲς οἱ Κρῆτες εὐπρόσωπον καλοῦσι Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 25. 16.

English (Autenrieth)

ές (ϝεῖδος): beautiful, Il. 3.48†.

English (Slater)

εὐειδής of fine appearance ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐειδής, -ές)
αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές
η καλλονή, η ομορφιά του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσειδής, ωοειδής].

Greek Monotonic

εὐειδής: -ές (εἶδος), καλοφτιαγμένος, εμφανίσιμος, όμορφος, ωραίος, περικαλλής, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

εὐ-ειδής, ές εἶδος
well-shaped, goodly, beautiful, beauteous, Il., Hdt., attic

English (Woodhouse)

comely

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὄμορφος). Ἀπό τό εὖ + εἶδος (=μορφή) τοῦ εἴδω (=βλέπω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.