ἁλίπεδον

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίπεδον Medium diacritics: ἁλίπεδον Low diacritics: αλίπεδον Capitals: ΑΛΙΠΕΔΟΝ
Transliteration A: halípedon Transliteration B: halipedon Transliteration C: alipedon Beta Code: a(li/pedon

English (LSJ)

τό, plain by the sea, sandy plain, Thphr.HP7.15.2, Aristid.Or.17(15).16; of a plain in Attica near Piraeus, X.HG2.4.30. (ἀλ- Ar.Fr.233, acc. to Harp.)

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): ἀλίπεδον Ar.Fr.243
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
terreno liso y allanado Ar.l.c.
llanura costera o llanura próxima al mar Thphr.HP 7.15.2, Aristid.Or.17.17
interpr. tb. como llano ganado al mar Harp., Sud., cf. ἀλήπεδον.

German (Pape)

[Seite 97] τό, Meerebene, Ebene am Meer, Theophr.; eine Ebeue am Piräeus, Xen. Hell. 2, 4, 30; übh. sandige Ebene, Lycophr. 681. In VLL. findet sich auch ἁλήπεδον u. ἁλίσπεδον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sol voisin de la mer, plaine de sable.
Étymologie: ἅλς¹, πέδον.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίπεδον: τὸ πεδίον παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀμμῶδες πεδίον, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 7. 15, 2, Λυκόφρ. 681· οὕτως ἐκαλεῖτο τὸ ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὸν Πειραιᾶ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ παραθαλάσσιον πεδίον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 30, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 30) ἔγραψεν ἐν ἀλιπέδῳ μ. ψιλῆς, ὡς λέγει ὁ Ἁρπ. [ᾰλῑ- ἐν ἄρσει, Λυκόφρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπερ πιθανῶς ἐξηγεῖ τὸν τύπον ἁλίσπεδον ἐν Πολυδ. 1.186].

Greek Monolingual

ἁλίπεδον, το (Α)
1. αμμώδης πεδιάδα κοντά στη θάλασσα
2. (γενικά) πεδιάδα, κάμπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἃλς) + πέδον «έδαφος, γη, τόπος»].

Greek Monotonic

ἁλίπεδον: τό, το πεδίο κοντά στη θάλασσα, όπως αποκαλούνταν η πεδιάδα κοντά στον Πειραιά, σε Ξεν.

Middle Liddell


a plain by the sea:— as the plain near Piraeeus was called, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=τό πεδίο κοντά στή θάλασσα, παραθαλάσσιο). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς ἅλς + πεδίον.