γογγυσμός
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ὁ, murmuring, muttering, grumbling, Anaxandr.31, M.Ant.9.37, LXX Ex.16.79, Act.Ap.6.1, Cat.Cod.Astr.7.139.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
murmuración Anaxandr.32, M.Ant.9.37, LXX Ex.16.7, 9, Eu.Io.7.12, Act.Ap.6.1, Ep.Phil.2.14, Cat.Cod.Astr.7.139, PRoss.Georg.3.2.11 (III d.C.), PMasp.159.27 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, das Murren, der Unwille, Anaxandr. in B. A. 87; LXX.; N. T.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
murmure (souvent hostile), grondement.
Étymologie: γογγύζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γογγυσμός -οῦ, ὁ γογγύζω gemor, gemopper.
Russian (Dvoretsky)
γογγυσμός: ὁ ропот NT.
Middle Liddell
γογγύζω
a murmuring, NTest.
English (Strong)
from γογγύζω; a grumbling: grudging, murmuring.
English (Thayer)
γογγυσμοῦ, ὁ (γογγύζω, which see), a murmur, murmuring, muttering; applied to a. secret debate: περί τίνος, πρός τινα, χωρίς or ἄνευ γογγυσμῶν without querulous discontent, without murmurings, i. e. with a cheerful and willing mind, L T Tr WH read the singular). (Antoninus 9,37.)
Greek Monolingual
ο (AM γογγυσμός) γογγύζω
1. βογγητό
2. παράπονο, γκρίνια.
Greek Monotonic
γογγυσμός: ὁ (γογγύζω), μουρμουρητό, στεναγμός, ψίθυρος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
γογγυσμός: ὁ, (γογγύζω) ψιθυρισμός, «μουρμούρισμα», Μ. Ἀντων. 9. 37, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιϚ΄, 7 – 9), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 1.
Chinese
原文音譯:goggusmÒj 工句士摩士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:抱怨(者) 相當於: (אָוֶן / אֹונִי) (לוּן / לִין / לֵן) (תְּלֻנּׄות)
字義溯源:發怨言的,怨言,議論;源自(111*=發怨言)
出現次數:總共(4);約(1);徒(1);腓(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 怨言(2) 徒6:1; 彼前4:9;
2) 發怨言(1) 腓2:14;
3) 議論(1) 約7:12