γυμνής

From LSJ
Revision as of 13:47, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνής Medium diacritics: γυμνής Low diacritics: γυμνής Capitals: ΓΥΜΝΗΣ
Transliteration A: gymnḗs Transliteration B: gymnēs Transliteration C: gymnis Beta Code: gumnh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ,
A = γυμνός, βίος D.S.3.8.
II Subst., light-armed foot-soldier, Tyrt.11.35, Hdt.9.63, E.Ph.1147, X.An.4.1.28, Hell.Oxy.6.5.
2 in plural, γυμνῆτες, οἱ, Argive serfs, Poll.3.83, Et.Gud.; also γυμνήσιοι, οἱ, St.Byz.s.v. Χίος, Eust.adD.P.533.
3 = Γυμνοσοφισταί, Str.15.1.70.

Spanish (DGE)

-ῆτος, ὁ
I 1soldado de infantería ligera ὑμεῖς, δ' ὦ γυμνῆτες Tyrt.7.35, πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο Hdt.9.63, cf. E.Ph.1147, Rh.313, ἔχων ... γυμνῆτας δὲ πεντακοσίους X.An.1.2.3, cf. 3.4.26, 4.1.6, 4.1.28, Hell.Oxy.11.6, Luc.Zeux.8, Synes.Regn.13, Hsch.s.u. γυμνῆτες, Sch.D.T.542.7.
2 οἱ γυμνῆτες los siervos en Argos, Poll.3.83, St.Byz.s.u. Χίος, Eust.in D.P.533.
3 οἱ γυμνῆτες los desnudos ref. a los filósofos cínicos en juego de palabras c. I 1, D.Chr.35.3
n. que se daba a los ascetas de la India, Str.15.1.70.
II tard. como adj. desnudo γυμνῆτα βίον ἔχοντες δι' αἰῶνος viven siempre desnudos D.S.3.8
p. ext. pobre que carecen hasta de vestido (ὁ Ἄρης) ποιεῖ ... γυμνῆτας, ἐπαίτας Vett.Val.64.9.

German (Pape)

[Seite 509] ῆτος, ὁ, = γυμνός, βίος D. Sic. 3, 8; besleicht bewaffneter Soldat, = γυμνήτης, was sich auch als v.l. im plur. oft daneben findet, Her. 9, 63; Eur. Phoen. 1147; Xen. oft.

French (Bailly abrégé)

ῆτος;
adj.
nu ; armé à la légère ; subst.γυμνής soldat armé à la légère.
Étymologie: γυμνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνής -ῆτος, ὁ [γυμνός] lichtgewapende soldaat.

Russian (Dvoretsky)

γυμνής: ῆτος adj.
1 Diod. = γυμνός;
2 легковооруженный (ὄχλος Eur.).
ῆτος ὁ гимнет, легковооруженный солдат Her. Eur., Xen.

Greek Monolingual

γυμνής (-ῆτος), ο (Α)
1. στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος
2. πληθ. Γυμνῆτες, οι
οι Γυμνοσοφιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός, κατά το κουρήτες κ.λπ.].

Greek Monotonic

γυμνής: -ῆτος, ὁ (γυμνός), ο ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του πεζικού, εκτοξευτής, σφεντονιστής, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνής: ῆτος, ὁ,= γυμνός, Διόδ. 3. 8· - ἰδίως ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς στρατιώτης, εὔζωνος, Τυρταῖ. 8. 35, Ἡρόδ. 9. 63, Εὐρ. Φοιν. 1147, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28. ΙΙ. κατὰ πληθ. γυμνῆτες, οἱ, παρ᾿ Ἀργείοις δοῦλοι, ὥσπερ οἱ Εἵλωτες ἐν Σπάρτῃ, οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Πενέσται, κτλ., Πολυδ. Γ, 83· ὡσαύτως γυμνήσιοι, M üller Δωρ. 3. 4, § 2, πρβλ. 3. 3. § 2. 2)= Γυμνοσοφισταί, Στράβων 719· ἐντεῦθεν γημνῆτις σοφία, ἡ φιλοσοφία των, Πλούτ. 2. 322Β.

Middle Liddell

γυμνός
a light-armed foot-soldier, slinger, Hdt., Eur., Xen.