κομψεία

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομψεία Medium diacritics: κομψεία Low diacritics: κομψεία Capitals: ΚΟΜΨΕΙΑ
Transliteration A: kompseía Transliteration B: kompseia Transliteration C: kompseia Beta Code: komyei/a

English (LSJ)

ἡ, (κομψός) A daintiness, refinement, especially of language, τὰς… τοιαύτας κομψείας such-like refinements, Pl.Phd.101c, cf. Phld.Rh. 1.224 S., Luc.Prom.8. II κομψεία, Ἀττικῶς· πανουργία, Ἑλληνικῶς, Moer.p.237 P.

German (Pape)

[Seite 1479] ἡ, artiges, seines, witziges Wesen, Betragen, Luc. Prom. 8 u. a. Sp.; – nach Moeris attisch für πανουργία, Verschlagenheit, Witzelei; vgl. Plat. Phaed. 101 c.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
élégance, finesse dans la manière d'agir ou de parler.
Étymologie: κομψεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομψεία -ας, ἡ [κομψεύω] spitsvondigheid.

Russian (Dvoretsky)

κομψεία:тонкость, изящество, остроумие Plat., Luc.

Greek Monolingual

κομψεία, η κομψεύω
(Α)
1. (ιδίως για τη γλώσσα) λεπτότητα, κομψότητα, κοσμιότητα
2. (κατά τον Μοίριν) «κομψεία Ἀττικῶς
πανουργία Ἑλληνικῶς».

Greek Monotonic

κομψεία: ἡ, λεπτότητα, κομψότητα, ιδίως, λέγεται για τη γλώσσα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κομψεία: ἡ, ἡ λεπτότης, κομψότης, τὸ κόσμιον, ἰδίως τῆς γλώσσης, τὰς... τοιαύτας κομψείας, τοιαύτας λεπτότητας, Λατ. argutiae, Πλάτ. Φαῖδρ. 101C, πρβλ. Λουκ. Προμ. 8.

Middle Liddell

κομψεία, ἡ,
refinement, especially of language, Plat.

English (Woodhouse)

elegance, subtlety, conceit of language

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)